Ἔκφρασις «Νέμεσις Διομήδους»
ρξβ΄
«Θεός σε μισήσει, ἐνάγιον
τέρας,
ἔχιδνα καὶ δράκαινα, πικρὲ σκορπίε».
Ἰωάννης Γεωμέτρης
Ἔρημος ἀγρός,
τ’ ἀστάχυα θερισμένα,
πέραθε
βροντᾷ, μελάνιασεν ὁ ὁρίζων,
συννεφόκαμμα,
τριγύρω ἀχοῦν τριζόνια·
Τὸν
ἀσβολερό, ποιός λάξευσε, βασάλτη;
Τ’
ἄγαλμα θωρῶ, πέντε κορμιὰ
πλεγμένα
ποὺ
ψυχομαχοῦν καὶ θανατοπαλεύουν.
Ἄνθρωπος ἐμπρός,
ξοπίσω ὁρμοῦν οἱ
ἵπποι,
κάμει
νὰ σωθῇ καὶ
ζωντανὸ τὸν τρώγουν.
Κεῖνος
πίσω του, βουτᾷ τὴν κεφαλή
του
καὶ
τοῦ
δόλιου ἀνδρὸς τὸν
ὦμο, ἄγρια, δαγκώνει.
Τοῦ
ζερβοῦ ἡ ὁπλὴ
συνθλίβει του τὴν κνήμη,
λαίμαργα
ὡς χυμᾷ, γυρεύοντας μοιράδι.
Τοῦ
δεξιοῦ ἡ χαλκῆ,
ἐκλείδωσεν, σιαγόνα,
πάνω
στοῦ χεριοῦ τὸν ἁπλωμένο
πῆχυ.
Κι’
ἔχει ὁ ὑστερνός, ὁ
μὴ σάρκαν ἁρπάσας,
τὴν
πλειὸ μοχτηρὴ καὶ
λυσσιασμένην ὄψι.
Καὶ
ὁ ἄνδρας κλαίει –πόνος, μετάνοια,
τρέλα–
κι’
ἡ βουβὴ κραυγὴ
σαϊττεύει πρὸς τὰ
οὐράνια
λέξι
ἀμάντευτον, σὰν νὰ
ἱκετεύῃ «σῶσον».
Κι’
εἰς τὸ βάθρο λέει «Νέμεσις Διομήδους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου