Ποίημα τοῦ Τζαίημς Τζόϋς
Στὸν Σταῦρο Γκιργκένη
Στρατὸ ἀγροικῶ ποὺ ῥίχνεται στὴν χώρα καταπάνω
κι’ ἵππων ποὺ κυματοδρομοῦν βροντήν, ἀφροὶ ὣς τὸ γόνα:
Γαῦροι,
μελανοθώρακες, ὀρθοὶ στ’ ἅρματα πάνω
ἡνίοχοι, λεύτεροι ἀπὸ ἡνιά, ποὺ ἀερομαστιγῶναν.
Κραυγάζουν μέσα στὴ νυχτιὰ τὴν ἀρειμάνια τους ἰαχή:
Τὸ
σβουριχτὸ τὸ γέλιο τους, βογγῶ στὸν ὕπνο, ὡς ἀντηχεῖ.
Σκίζουν τὸν ζόφο
στὰ ὄνειρα, μιὰ φλόγα ποὺ
τυφλώνει,
κλαγγάζουν πάνω στὴν καρδιὰ ὡς ἡ κλαγγὴ στ’ ἀμόνι.
Φτάνουν μὲ κόμες
πράσινες ποὺ θριαμβικὰ τινάζουν:
Φτάνουν ἀπὸ τὴν θάλασσα, τρέχουν στὴν ἄμμο μ’ οὐρλιαχτό.
Καρδιά, σοφία δὲν κρατεῖς καὶ μαῦρα ὅλα σοῦ μοιάζουν;
Ἀγάπη, ἀγάπη, ἀγάπη μου, γιατί μ’ ἄφησες
μοναχό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου