Ὑπνοφαντασιὰ
ρλθ΄
Στῆς
κόλασης εὑρέθηκα τὴν
ἀγκαθένια θύρα,
μπῆκα
τὸν τόπο νὰ ἰδῶ,
τοῦ ἁμαρτωλοῦ
τὴ μοῖρα.
Κι’ ὁ δύστυχος ὑπάγαινα
κι’ ἄπαυτα περπατοῦσα,
ἐρήμους μπρὸς
κατάπινα κι’ ἐρήμους προσπερνοῦσα.
Καζάνια
ποῦ νὰ ἐκόχλαζαν,
δαιμόνοι νὰ ὠλολύζαν,
τῶν
κολασμένων
οἱ ψυχὲς μὲ
πόνους νὰ γογγύζαν;
Τὸ
Τίποτα κεῖ σέρπονταν καὶ
τὸ Μηδὲν γυρνοῦσε,
τὰ
ποὺ λογιόμουν ἔπνιγε, τὰ
ποὺ ἔνιωθα ῥουφοῦσε.
Κι’ ὁ δράκων
κουλλουριάστηκε στὴν σπίθα ἀπ’
τὴν ψυχή μου,
κοῦρσος
ν’ ἁρπάξῃ ἐζήταγε τὸ
ἀθάνατο κερί μου.
«Δῷς
μοι τὸ ἄσβεστόν σου
πῦρ ποὺ ἀθάνατον σ’
ἐκράτει,
σὺ
νὰ σκορπίσῃς στὸ
μηδὲν κι’ ἐγὼ νὰ
ὑπάρξω κάτι».
Ξυπνῶ
ἀπ’ τὸ καρδιοπλάκωμα, κλαίγω ἀπ’
τὸν μαῦρο τρόμο
καὶ
πάλε σὰν τ’ ἀνιστορῶ,
ῥιγῶ κι’ ἀπομαργώνω.