Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

1211 – Εἰς τὴν φοράδα τοῦ Καϋχοσρόη

1211 – Εἰς τὴν φοράδα τοῦ Καϋχοσρόη

σϞδ΄

Ἐμὲ ὁ σουλτᾶνος Καϋχοσρόης στὴν Ἀντιόχεια ὡδήγει,
κι’ ἤμην φαρὶ τρισαψηλόν, ἐθώρουν με κι’ ἐτρέμαν.
Θεόδωρος ὁ Λάσκαρις στὰ πόδια ἐσπάθισέν με,
κι’ ἐκρήμνισα τὸν κύρη μου, τὴν κεφαλή του ἐπῆρεν,
δαμάσθ’ ἡ ἀλαζόνεια του ποὺ ὡσὰν βουνὶ ὠρθωνότουν.
Πειὰ τοὺς πολέμους γλύτωσα κι’ ἀνθρώπων τὲς τυράγνιες,
καὶ χαίρομ’ ἀκαπίστρωτη, σ’ ἁπλάδες δρέμω τοῦ ᾅδη,
μ’ ἄλλ’ ἄτια ὁμάδι εὐφραίνομαι, καλπάζω, τριποδίζω,
σφερδουκλολείβαδα βοσκῶ, γαλήνια χρεμετίζω.
 

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

Εἰς τὸν ὀχτρὸν τῆς ἔγνοιας

Εἰς τὸν ὀχτρὸν τῆς ἔγνοιας

σϞγ΄

Ἔγνοιες αὐγὴ ἀρματώνονται κι’ ὁλημερὶς στρατεύουν,
πόλεμο ἀπόγιομα βαστοῦν, κάστρη πατοῦν τὸ γέρμα,
βράδυ ἀρμενίζουν κάτεργα κι’ ὁλονυχτὶς κουρσεύουν.
«Ἔγνοιες, ὀχτρὸν δὲν σκιάζεστε; Θάνατον δὲν φοβεῖσθε;»
«Ἕναν ὀχτρὸν φοβούμαστε καὶ μιὰ μᾶς τρώγει ἔγνοια:
Μὴν σᾶς βαρυγκωμήσουμε, μὴν πολυφορτωθῆτε,  
τ’ ἀβάσταγα τινάξετε κι’ ἀνέγνοιαστοι γενῆτε».

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Τοῦ Σουρᾶ

Τοῦ Σουρᾶ

σϞβ΄

Ἀλί! Ὁ Σουράς! Τί συνταγή! Τῶν γεύσεων θεία χάρις!
Πλάτην ἀρνιοῦ διὰ γέμισιν ν’ ἀνοίξῃ ὁ μακελλάρης.
Ῥύζι, ἄνηθο, συκωταριά, σταφίδα, κρεμμυδάκι,
κι’ ὁ φοῦρνος ν’ ἀργολειώνῃ τα ὡς τὴν καρδιὰ μεράκι.
Φέρτε καὶ οὖζο εὐωδιαστὸν κι’ οἱ σοῦβλες δὲν φτουρᾶνε·
σμυρναίϊκα παῖξτε πένθιμα κι’ Ἀνάστασιν γλεντᾶμε.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

My Grandmother’s Love Letters


 









Ποίημα τοῦ Χάρολντ Χὰρτ Κρέην

Ἀστέρια
δὲν ἔχει ἀπόψε
πλὴν ἐκείνων τῆς μνήμης.
Πόσὅμως περιθώριο γιὰ μνήμη νὰ ὑπάρχῃ
στὸ χαλαρὸ περίζωμα βροχῆς ἁπαλῆς.

Ὑπάρχει περιθώριο ἀκόμη ἀρκετὸ
γιὰ τὶς ἐπιστολὲς τῆς μητρὸς τῆς μητέρας μου,
Ἐλίζαμπεθ,
ὅπου ἔχουν στριμωχθῆ γιὰ τόσον καιρὸ
σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς ὀροφῆς
κιἔχουνε γίνη καστανὲς καὶ μαλακές,
καὶ εὐπαθεῖς νὰ λειώσουνε σὰν χιόνι.

Πάνω στὸ μεγαλεῖο ἑνὸς τέτοιου χώρου
τὰ πατήματα πρέπει νὰ εἶν’ ἐλαφρά.
Ἀπ’ ἄσπρη τρίχ’ ἀόρατην ὅλος κρεμιέτ’ ὣς πέρα.
Τρέμει ὡς σημύδας τὰ κλωνιὰ ποὺ ὑφαίνουν τὸν ἀέρα.

Κι’ ἀναρωτιέμαι:


«Εἶναι τὰ δάχτυλά σου ἀρκετὰ μακριὰ νὰ παίξουν
πλῆκτρα παληὰ ποὺ ἔμειναν μόνον ἠχώ;
Εἶναι ἡ σιωπὴ ἀρκετὰ δυνατὴ
τὴν μουσικὴ νὰ μεταφέρῃ πίσω στὴν πηγή της
καὶ ἀπὸ κεῖ σ’ ἐσένα πάλι
σάμπως καὶ σ’ ἐκείνη;»

Ὡστόσο τὴν γιαγιά μου ἂν τὸ χέρι μου ὡδηγοῦσε
μέσ’ ἀπὸ πράγματα πολλὰ δὲν θὰ τὰ ἐννοοῦσε·
κι’ ἔτσι σκοντάφτω. Κι’ ἡ βροχὴ στὴν στέγη ἐξακολουθεῖ
μὲ τέτοιον ἦχο θαῤῥεῖς τρυφεροῦ συμπονετικοῦ γέλιου.

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

Song (When i am dead my dearest)












Ποίημα τῆς Κριστίνα Τζωρτζίνα Ροσσέτι


Ὅταν θάμαι νεκρή, μονάκριβέ μου,
μὴν πῇς γιὰ ἐμὲ τραγούδια θλιβερά·
στὴν κεφαλή μου ῥόϊδα μὴν φυτέψῃς,
μήτε καὶ κυπαρίσσια ἡσκιερά:
Νάσαι χλωρὸ χορτάρι ἀπάνωθέ μου
ὑγρὸ μἁπαλοβρόχια καὶ δροσιές·
κιἂν τὸ ἐπιθυμῇς, τὴν μνήμη κράτα,
κιἂν τὸ ἐπιθυμῇς, τὴν λήθη πιές.

Ὅτι τοὺς ἥσκιους δὲν θὰ ἀντικρύζω,
ὅτι δὲν θὰ αἰσθάνομαι βροχή·
ὅτι δὲν θἀγροικῶ τὸ ἀηδονάκι
ὥρα νὰ κελαηδᾷ, σὰν νὰ πονῇ:
Κιὡς θὰ ὀνειροβαδίζω στὸ λυκόφως
ποὺ αὐγὴ δὲν ἔχει κιοὔτε νυχτωμό,
τυχαῖα ἴσως μνήμη νἀνασύρω,
κιἴσως τυχαῖα νἀπολησμονῶ
.


Πίνακας: Dante Gabriel Rossetti



Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

The Harp of Alfred












Ποίημα τοῦ Ρόμπερτ Ἔρβιν Χάουαρντ


Τὴν ἄκουσα τὴν ἅρπα τοῦ Ἀλφρέδου
καθὼς περνοῦσα τὶς κατηφοριές,
ὅταν δεντρὰ ἀκανθώδη στέκαν ὅμοια
σὰν μοναχοὶ μὲ ῥόμπες σκοτεινές·
τὴν μελῳδιὰ κι Γκούθρουμ πόχε ἀκούσει
σὲ κωμοπόλεις δίπλα ἐρημικές:

Ὅταν Ἀλφρέδος, ἴδιος μὲ χωριάτη,
ἦρθε ἀπτὸν λόφο ἁρπίζοντας σκοπό,
καὶ οἱ Δανοὶ πιωμένοι ἐγλεντοῦσαν
μἐκεῖνον ποὺ ζητοῦν νὰ ἰδοῦν νεκρό,
κι Σάξων ῥὴξ στὰ γένεια των γελοῦσε,
κιἔκαμαν τὸ δικό του μἀστανιό.

Τὴν ἄκουσα τὴν ἅρπα τοῦ Ἀλφρέδου
ὡς τὸ λυκόφως σβηόταν στὴ νυχτιά·
στοιχειὰ φουσσᾶτἀκούω βροντοπατοῦσαν,
τἀχνὰ ἀστέρια ὡς ἔφεγγαν λευκά·
κι Γκούθρουμ περπατοῦσε στὰ ζερβά μου,
κι Ἀλφρέδος προχωροῦσε στὰ δεξιά
.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

Forbidden Magic

 











Ποίημα
τοῦ Ρόμπερτ Ἔρβιν Χάουαρντ


Ἐφάνη ὀμπρός μου Ἄνθρωπος, κιἤτανε βράδυ θερινό,
ὡς κάτω ἀπτἄστρη ὁλάκερος κόσμος ἐσιωποῦσε,
κι μήνη ἀπόκοσμα ῥαβδιὰ στὴν κάμαρη ἐσκορποῦσε.
Ὑπαινιγμοὺς ψιθύρισεν γιἀνόσιο θώρι, ἐξωτικό·

ἀκολουθῶ κιεἰς κύματα ἀπὸ ἕνα φῶς φασματικὸ
μὲς στῆς ψυχῆς μου τὶς στιλπνὲς σκάλες ἀνωτραβοῦσα
ποὺ ἀράχνες κεῖ φεγγαρωχρές, μὄγκο δρακῶν, γλιστροῦσαν
σκοροειδεῖς τρανὲς μορφές, πόχαν φτερὰ μἀχνὸ λευκό.

Ἀνὰ τὸν κόσμο φύσημα παγοβουτιοῦ ἀνακινεῖ
λίμνες μἀχλὲς ποὺ ἔστεφαν τῆς ψευδαυγῆς οἱ λάμψεις·
ῥοδόχρους λαμποκόπησεν τοῦ ὁρίζοντος μιναρές·

ξυπνῶ ἐν φόβῳ, κιἔπειτα μὲ ἱδρῶτες κιαἵματα μαθές,
σφυρηλατῶ ὀνείρων μου τὶς σιδηρὲς ὑφάνσεις,
κιἔπλασα δίχτυ ἀπαὐτὲς νὰ πιάσω τὸ φεγγάρι ἐκεῖ.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

Εἰς τοὺς πλατωνικοὺς διαλόγους

Εἰς τοὺς πλατωνικοὺς διαλόγους

σϞα΄

Ν’ ἀνοίγῃς ν’ ἀναγνώθῃς μας, στεῤῥῶς μελέτησέ μας,
ἀπηλογήσου, ἐρώτα μας, στοχάσου, δούλευγέ μας.
Κατόπι ἀπολησμόνα μας· στήσαμεν δυναμάρια,
πλέκομεν ῥίζες στὴν ψυχή, στὸ νοῦ πρεμνοβλαστάρια.
Κι’ εἴμεθ’ ἀμπέλι θαλερόν, λογιῶν κρασὶ ἐσοδιάζει,
κι’ ὄχι ἅπαξ ποὺ ἐβαρέλιασες στ’ ἀμπάρια καὶ ξιδιάζει.


Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

Τὸ παλαιὸ νεκροταφεῖον

Τὸ παλαιὸ νεκροταφεῖον

σϞ΄

«δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων·
αἱ μὲν γὰρ κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ᾽ ἐλέφαντι·
τῶν οἳ μέν κ᾽ ἔλθωσι διὰ πριστοῦ ἐλέφαντος,
οἵ ῥ᾽ ἐλεφαίρονται, ἔπε᾽ ἀκράαντα φέροντες·
οἳ δὲ διὰ ξεστῶν κεράων ἔλθωσι θύραζε,
οἵ ῥ᾽ ἔτυμα κραίνουσι, βροτῶν ὅτε κέν τις ἴδηται.»
Ὁμήρου Ὀδύσσεια, ῥαψῳδία Τ


Ἔνι καὶ τ’ ὄνειρον ζωὴ κι’ ἔν’ τῆς ζωῆς τὸ μέρος,
ἀμὴ ζωὴ ἀλλόκοσμη, ἐν φύσει ἀλλοτέῤῥᾳ,
ζῇ ἡ ἐδῶ τοὺς τόπους της, ζῇ κεῖνο ἄλλους τόπους.
Τυχαῖοι κι’ ἅπαξ ἔνιοι ζοῦν κι’ οὐδὲν ξαναθωρεῖς τους,
κι’ εἰς ἄλλους βρίσκεσ’ ἐνιαχοῦ καὶ πάλε περπατεῖς τους.
Γεῖς ἦτον ὀνειρότοπος ὅπου συχνῶς εὑρέθη.
Ἐτράβαε τὴν ἀνηφοριά, τὴν ἅμαξα ὡδηγοῦσεν,
δρομοῦσεν χωματόδρομον, διέσχιζεν χερσοτόπους,
κι’ ἀρηὰ ληοδέντρη ἐβίγλιζεν, τὰ γεροξερανθῆκαν.
Κι’ ἀπάνω εἰς τὴν λοφοπλαγιά, μὲ τῆς ὁδοῦ τὸ πέρας,
ἔσμειγεν πύλην ἁψηλὴν ποὺ σιδηρᾶ ὠρθωνότουν,
ἔσμειγεν καὶ μαντρότοιχον ποὺ τρίμετρος στεκότουν.
Κι’ ὅντες τὴν πύλη ἐδιάβαινεν ἐτοῦτα ἐντὸς ἐθώρει:
Μνημούρια ἐκεῖντο, ἐμάρμαιραν, ἦσαν σταυροὶ ἀράδες,
μὲ χωματένιες περασιὲς κι’ εἰς τάξεις χωρισμένα,
μ’ ἀνθοὺς νὰ καλλωπίζουν τα, δεντρὰ νὰ δροσοσκιάζουν,
κι’ οὐδέποτε συγνέφιαζεν κι’ ἀεὶ λιακάδα ἐκράτει.
Κι’ ἦτο ἐκκλησάκι χθαμαλὸν κι’ ἔλαμπ’ ἀσβεστωμένον,
στασίδια σκοῦρα εἶχε σειριές, δῶ, κεῖ κρέμοντο εἰκόνες,
κι’ εἶχε ἀποθήκη στὴν μεριά, μὲ πόρταν ἐκοινώνει.
Στ’ ὄνειρον τοῦτο εὐφραίνετον, σταλιὰ νὰ ἐφοβότουν,
λευκοὺς σταυροὺς ἐγύριζεν, ἔπλενεν τὰ μνημούρια,
ἀνέγνωθεν τὰ ὀνόματα καὶ συλλογιότουν χρόνους,
τάχα ἱστορίες ἔνιωθεν κι’ ἐμάνθανεν προγόνους,
γαλήνη ἔπιν’ ἐσώκαρδα, τοῦ ἡλιοῦ τὸ χάιδι ἐῤῥούφα.
Ἔν’ οὐροβόρος ὁ καιρός, στ’ ὄνειρον πάλ’ εὑρέθη.
Αἴθουν τὰ σκότη ἀστρόχυτα καὶ φωτοκρουσταλλιάζουν,
πέφτει, κοιμᾶται, πάει βυθούς, κι’ ὀνειροκαταδυέται,
κι’ ἀνηφορίζων ὁδηγεῖ, σιδηροπύλη σμείγει,
γυρνᾷ σταυροὺς μαρμαρινούς, μνημούρια καθαρίζει,
προγόνων βλέπει ὀνόματα κι’ ἡδὺ λούζεται ἡλιόφως.
Πραγμάτων χρείαν ἐννοεῖ, στὴν ἀποθήκ’ ὑπάγει,
ῥάφια, κασσέλες, ψάχνει τα, μπαοῦλ’ ἀνακατώνει,
κι’ ὅπως σκυφτὸς γυρεύει τα, γροικᾷ καὶ πόρτα τρίζει.
Ὀρθώνεται καὶ στρέφεται κι’ ἡ πόρτα μισανοίγει,
φάσμα προβαίνει ἀνάντια του, γυνὴ τὸν ἀντικρύζει,
κορακομάλλ’ ἀγριόθωρη, χλωμή, σκελεθρωμένη,
μ’ ὀμμάτι’ ἄδεια, κυκλόμαυρα, μοβόρα, ἀσπροεντυμένη.
Κραυγάζει τον, οὐρλιάζει τον, λὲς σκίζεται ὁ λαιμός της,
μὰ εἰκόνα, οὐδὲν ἀκούγεται, μιὰ φρίκη ποὺ ἐβουβάθη.
Ἐξ αἴφνης πρῶτον πιάνεται, πισωπατάει σκιαγμένος,
τὸ ψέμμα ἔπειτα μελετᾷ, τὰ θάῤῥητα μαζώνει,
κατά της βγαίνει πότορμος, τὸ φάσμα ἐξηφανίσθη,
τὸ κατωκάσσι ἀνωπερνᾷ, στὸ ἐκκλησάκιν μπαίνει,
στὸ κέντρο στέκει πάντερμος κι’ ὁλόγυρα ἐξετάζει.
Φωτόσφαιρες δυὸ ὑψώνονται, μετέωρες λευκολάμπουν,
μήτε τρανὲς μήτε μικρές, σὰν τόπια ποδοσφαίρου.
Τὰ πέρα δῶθε ἀρχινοῦν, μπρὸς πίσω γύρους φέρνουν,
ἀπ’ τὸ ἱερὸν στὴν εἴσοδον, σιμὰ εἰς τὰ πανωθύρια,
ἀπ’ τὴν σκεπὴ στὸ δάπεδον, διάμεσα εἰς τὰ στασίδια,
μ’ ἀντιτροχιὲς κυκλώνουν τον, σταυρώνονται, μακραίνουν,
πτῆσιν ποιοῦν μ’ ἀλλοκοτιές, πετοῦν δαιμονισμένες.
Ὁλόρθος στέκει, δὲν κουνεῖ, τὸ βλέμμα του ἀκλουθεῖ τες,
κι’ ὡσὰν μ’ ἀνθρώπους νὰ ὁμιλῇ τὰ τέτοια ξεστομίζει:
«Τὸ ἤξευρα, τὸ ἐμάντεψα, τὸ ψέμμα σας γνωρίζω,
τὸ φάσμα ὅπου ἐχτίσατε νὰ μὲ καταφοβίσῃ·
κι’ ἂν νῦν πετᾶτε στ’ ὄνειρον ἐτοῦτο ὑπογράφω,
στὸ ὑπνοκελλί μου εὑρίσκεσθε, αἰωρεῖσθε ὅπου κοιμοῦμαι,
καὶ θέατρον μοὶ παίζετε, φέρνετε τάχ’ ἀλήθειες,
μυριάδες ἔτη ὡς κάμνετε κι’ ἀνθρώπους ξεγελᾶτε.
Τσίρκο καὶ σαλτιμπαγκολόϊ τῆς φιλντισένιας πύλης!
Νεκράνακτες τῶν διάκενων, δαιμόνοι τοῦ ἀβυσσόθεν,
στὸ θέατρον τοῦ ἀπατηλοῦ δεινοὶ μπερντεδοπαῖχτες.
Τρόμοι, μηνύματα, οἰωνοί, σοφίες, φανερώσεις,
μαντεῖες, δῶρα, ἐξωτισμοί, τέρατα, θεῖα, σημεῖα,
τί ῥεπερτόριον πλούσιον! Σκοπός; Ποδηγεσία.
Οἱ ἁπλοῖ ἀνθρῶποι ἀρνοῦνται σας, δαιμόνου πιάνουν αὔρα
καὶ τὸ κακὸ ἀκρουμαίνονται, πέργυρα ὡς ἀνασαίνει,
κι’ ὀρθώνονται οἱ τρίχες των σὰ ἰδοῦν τὸ νεκροφῶς σας·
φωνὴν ἀηδόνος κι’ ἂν ἀκοῦν τὸ γρύλισμ’ ἀγροικοῦν το,
ὡς λάφια πρὸς φευγιὸ ἀμπηδᾶν καὶ μήτε σᾶς πιστεύουν.
Ἀμ’ ἔχετε κοινὸ πιστόν, τ’ ἀείποτε ἀκλουθεῖ σας,
ἀγέλη ὅπου σᾶς ἁλυχτάει, συνάφι ὅπου καλεῖ σας:
Ῥηγαῖοι καὶ πολιτικοί, εὐγεναριό, αὐθεντάδες,
θεατρῖνοι, ψευδοθεουργοί, χρηματουργοί, λογᾶδες,
κι’ ὅλοι ὅπου δύναμιν πεινοῦν κι’ ἡ ματαιότης ἄρχει,
ἐξυπνοπούλια τοῦ καιροῦ καὶ σούργελα τοῦ ὑπάρχειν,
κοπρόψυχοι μισάνθρωποι, γῆς κι’ οὐρανοῦ ἡ αἰσχύνη,
οἱ ἀθῷον αἷμα γεύονται, κοιμοῦνται ἐν γαλήνῃ. 
Τοῦτοι θαῤῥῶ οἱ πελάτες σας, μὲ δαύτους συνεργεῖτε,
φαίνεσθε ὀμπρός των σὰν θεοί, ταχυδακτυλουργεῖτε,
κι’ ὅσα ποθοῦν τοὺς τάζετε, δολώματα κουνᾶτε,
τοὺς γάντζους ἀσημώνετε, στὸν βοῦρκον τ’ ἀμολνᾶτε.
Κι’ οἱ ἄμοιροι δαγκώνουν τα, σούρνοντ’ ἀγκιστρωμένοι,
συμμάχους σας τοὺς χρίζετε, κρατοῦν γενηὲς δεμένοι,
τάχα εὑρεθῆκαν διαλεχτοί, πρεπὸ νὰ κυβερνοῦν μας,
καὶ μέσῳ αὐτῶν σεῖς ἄρχετε, βαστᾶτε τους, βαστοῦν μας.
Λατρεῖες θεμελιώνετε κι’ οἱ ἀνέμυαλοι ἐξυμνοῦν σας,
εἰς λέσχες τοὺς μαντρώνετε καὶ κρυφοπροσκυνοῦν σας,
διδάσκετε τὸ κακουργεῖν, τὸ κάλλος νὰ φονεύουν,
τὸν βιὸ νὰ πλέκουν μ’ ἀραχνιές, τὸ νοῦ πῶς νὰ μολεύουν.
Τέχνες κατέχετ’ ἄπειρες κι’ ὅλες βαμμένες μαῦρες,
κι’ ὁρμήνειες κεῖ ὅπου δώνετε ξεσποῦν κακοῦ ἀνάβρες,
φτώχεια, πολέμοι, ἀνωμαλιά, φόβος, τυράγνι’, ἀῤῥώστια,
οἱ στεναγμοὶ κι’ οἱ πόνοι μας πρέζα ἰδική σας κι’ ὅστια.
Τὴν θνητουριὰ ἐσκλαβώσατε καὶ πλέει στὴν δυστυχία,
θεοὶ τῆς γῆς κομπάζετε, μὰ εἶστε ἁπλῶς… μαφία».
Σιωπᾷ· μὲ νεῦρα ἐγιόμισεν, μ’ ὄργητα πλημμυρίζει,
τὴν χέρα του σηκώνει εὐθύς, τὴν ῥώμη ἀκέρηα βάζει,
κι’ ὡς οἱ φωτόσφαιρες περνοῦν τὴν μιὰ καταχεριάζει.
Τὸ φῶς της ἐβαθούλωσεν κι’ ὑπάγει λαβωμένη,
κι’ ὡσὰν ἀγιοῦπες τὸν γυρνᾶν, μακρόθεν, δὲν ζυγώνουν,
ὁλόρθος στέκει, δὲν κουνεῖ, τὸ βλέμμα του ἀκλουθεῖ τες,
κι’ ὕστερον σβηέται ἡ θύμησις καὶ τ’ ὄναρ ξεθωριάζει,
φυρονεριὰ ποὺ ὑποχωρεῖ κι’ ἄμμους γυμνοὺς ἀφήνει,
τιτάνιον ἀναδυέται φῶς, τὰ σκότη τρώει, χαράζει.
Τὴν ἄλλη νύχτα ἔπεσεν κι’ ἡσύχως ἐκοιμήθη,
τὴν τρίτη ἐπέμψαν γδικιωμόν, σουκκούμπι τοῦ ἐῤῥίχθη,
ἢ τέτοια ἀρχῆθεν ὕφαιναν, σχέδιο ἀμαυρὸν ἐπλέκαν. 



Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Εἰς τὸν λινοθώρακα

Εἰς τὸν λινοθώρακα

σπθ΄

Ἔχω ἐπωμίδες φοίνιες, χρυσόνημ’ ἄστρη ὀχτάχτιδα,
στέρνο μεδουσοπρόσωπον, κοιλιὰ χαλκοφολίδωτη,
πτερύγι’ ἀράδες ζάλευκα, χρυσᾶ κρικέλια καὶ ζωστρή.
Καυχιέμαι ὡρηᾶς ἁβρόχερης· πιδέξια μὲ συνήρμοσεν,
σ’ ἄρεια ὡς βρεθῇ χλαπαταγὴν ὁ ἀγαπῶ νὰ μὲ φορᾷ
ἔμμορφο τρόμο τοῦ ὀχτροῦ, θάῤῥητα ἐντὸς ξολοθρεμμοῦ.