1211 – Τὸ ἀντροκάλιον τοῦ Καϋχοσρόη εἰς τὸν Θεόδωρον Λάσκαρι
1211
– Τὸ ἀντροκάλιον τοῦ Καϋχοσρόη εἰς τὸν Θεόδωρον Λάσκαρι
σϞε΄
«Ὦ Νίκη, διὰ τοὺς Ἕλληνας
στεφάνους πλέξε· ἀλλ᾿ ὄχι
’σὰν ’κείνους ’ποὺ χαρίζεις
εἰς βασιλέα κενόδοξον
αἱματοπότην·»
Ἀνδρέας Κάλβος, Εἰς τὴν Νίκην.
Ὁ Καϋχοσρόης κόνιαλης, σουλτᾶνος τῶν Σελτζούκων,
Ῥωμαίων χώρα ὀρέγεται, πόλεμον ἐβουλήθη.
Συνάζει ἀσκέρια πληθερά, μυριάδες δυὸ περίττου,
πεζούρα, καβαλλάρηδες καὶ τειχοκαταπέλτες,
τὸν κὺρ Ἀλέξιον Ἄγγελο συναφορμὴ πολέμου.
Μαντατοφόρους ἔπεμψε, μηνάει τοῦ Θεοδώρου,
τὸ βασιλεύειν ν’ ἀρνηθῇ κι’ ἀνόμως τὸ κατέχει,
καὶ Τουρκομάνους ἀμολνᾷ, τὴν χώρα διαγουμίζουν.
Στὴν Ἀντιόχεια κινάει, στὸ κάστρον τοῦ Μαιάνδρου,
μὲ σφίγξι περιζώνει την ἵνα τὸν προσκυνήσῃ,
κι’ ἡ Φιλαδέλφεια σὰν παρθῇ τὴν Νίκαια νὰ πατήσῃ.
Συνάζει κι’ ὁ Θεόδωρος τῆς Νίκαιας τὸ φουσσᾶτον,
τοὺς μισταρκοὺς Λατινικούς, ἱππότες ὀχτακόσιοι,
ὅτι εἰς αὐτὸν ἐῤῥόγεψαν τοῦ πάπα ἀφωρεσμένοι,
καὶ τῶν Ῥωμαίων τὸν ἀνθόν, ἄντρες χίλιοι διακόσιοι,
κι’ ὡσὰν πετρίτης πέταξεν, τὸν Καϋχοσρόη νὰ σμείξῃ.
Σπεύδουν καὶ ὀρδινιάζονται κι’ ἀντικρυστὰ ταχθῆκαν,
κι’ ὁ Καϋχοσρόης ἐμέτρει τους, πόλεμον δὲν ἐκίνει,
Λάσκαρις ἦτο ἀκράτητος, τοὺς φραγκοϊππότας στέλνει.
Χυθῆκαν κῦμα σιδηροῦν, κοντάρια ἐχαμηλῶσαν,
μαῦροι πεταλοκροῦν τὴ γῆς, κοσκινισμένη ἀφήνουν,
κι’ ἀπανωπέφτουν στὴν Τουρκιὰ καὶ τοὺς ζυγοὺς σκορπίζουν.
Στὸ ἔμπα πλήθια ἔκοψαν, στὸ ἔβγ’ ἄμετρους κόβουν,
τρίτον γυρίζουν πέρασμα κι’ οἱ Τοῦρκοι ἐκύκλωσάν τους.
Ἔρμα ληοντάρια μάχονται ποὺ ὑαινῶν ἀγέλες ζώνουν,
σκοτώνουν καὶ δὲν σώνονται, σώνονται ὡς τοὺς σκοτώνουν.
Καὶ οἱ Ῥωμαῖοι ἐχύθηκαν, κοντάρια ἐχαμηλῶσαν,
οἱ μαῦροι των λαφροπατοῦν, ἀφρὸς ποὺ ῥέει στὸ κῦμα,
καὶ πλέκονται μὲ τὴν Τουρκιά, τὰ γαίματα ῥαντίζουν.
Σκουτάρι’ ἀλληλοσπρώχνονται κι’ οἱ μαῦροι ἀγριοφρουμάζουν,
σπαθιὰ σπαθίζουν, λόγχες κροῦν, χαντζάρες χαντζαρώνουν,
σκοτώνουν καὶ δὲν σώνονται, σώνονται ὡς τοὺς σκοτώνουν.
Εἶδεν ὁ κὺρ Θεόδωρος κι’ ἐν τάξει τοὺς τραβάει,
τοὺς ἐσωθῆκαν δέχεται, μ’ ὀλίγους πολεμάει.
Καβάλλα κι’ ὁ σουλτᾶνος πάει στὸ θηόρατον φαρί του,
ποὺ ἦτο σὰν πύργος ἁψηλόν, φίλους κι’ ὀχτροὺς ἡσκιάζει,
κι’ ἐγύρευεν τὸν βασιληά, νὰ τὸν ἀντροκαλέσῃ.
Τὸ λάβαρόν του ἐγνώρισεν, φτερνίζει τὴν φοράδα,
κι’ ὁρμᾷ, στοιχειὸ κατάφραχτον, καὶ λόγια τέτοια κράζει:
«Θωρεῖς το τὸ ἀσκέριν σου ὁλοῦθε ὅπου νικιέται;
Βγές, Ῥῆγα, νὰ παλεύωμεν κι’ ἡ ἀμάχη νὰ τελέψῃ.
Ἡ Ῥωμανία ἐπέρασεν, στανιὸ πειὰ δὲν βαστιέται,
νῦν ἦρτεν τῆς Τουρκιᾶς καιρὸς τὸν κόσμο ν’ αὐθεντέψῃ.
Καὶ δέξου τὸ κισμέτι σας, σ’ ἐμᾶς τοῦ Ἀλλὰχ τὸ χέρι·
κουφάρια κεῖστε σὺ κι’ αὐτή, λάβετε τὸ χαμπέρι».
Στράφη ἀνάντια ὁ Λάσκαρις κι’ ἐφτέρνισεν τὸν μαῦρον,
κι’ ὡς τὸν κοντεύει κι’ ἤκουσεν ἐτοῦτα τοῦ ἀποκρίθη:
«Μὲ λύκους στέπας δύνεσαι κόσμους νὰ κυβερνήσῃς;
Πνέμμα καὶ ὕλη ὁ ἄνθρωπος, ἀητὸς μὲ δυὸ κεφάλια.
Ἡ θνητουριὰ τὰ δυὸ διψᾷ, σὺ γαῖμα θὰ ποτίσῃς,
τὴν οἰκουμένη ἐπέταξες χαλάλι στὰ καρτάλια.
Κι’ ἡ Ῥωμηοσύνη δὲν περνᾷ κι’ ἔν’ τοῦ Χριστοῦ βασίλειον,
κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιο ἁπλώνεται μὰ ζῇ ὑπὸ τὴν Τρισήλιον».
Ἐζύγωσαν νὰ χτυπηθοῦν, προφταίνει ὁ σουλτᾶνος,
βαρὺ βαρδούκι ἐσήκωσεν, τοῦ ῥῆγα κατεβάζει,
κι’ ηὗρε κασσίδιν ἡ ξυλιὰ κι’ ἀπ’ τ’ ἄλογόν του πέφτει,
χαμαὶ στὲς λάσπες κύλησεν, σκοτείνια τὸν τυλίγει.
Στρέφει ὁ σουλτᾶνος τὸ φαρὶ καὶ τοὺς πλησίους προστάζει,
καὶ λέγει ὡσὰν νὰ ἔφτυνεν «Ἐδαῦτον ἁλυσῶστε»·
θρίαμβος καίει τὰ ὀμμάτια του ὡς πῦρ ποὺ καίει τὸ δάσος,
παννὶ μὲ οὔριον ἄνεμον τὰ στήθια του ἐφουσκῶναν.
Ἀντρειώθη ὁ ῥῆγας Λάσκαρις, ἦρθεν στὰ συγκαλά του,
ἠγέρθη ἐκ τὴν λασπουριὰ καὶ σύρνει τὸ σπαθίν του,
μὲ χέρια δυὸ τὸ ἐφούχτωσεν κι’ ἐῤῥίχθη τοῦ σουλτάνου,
χτυπᾷ μὲ ῥώμη περισσή, τοῦ ἀλόγου κρούει τὰ πόδια·
κι’ ὡς ὅντες τρεμοσειέται ἡ γῆς, τραντάζ’ οἶκον πανώρηο,
καὶ σύγκορμος χαμοβροντᾷ, σκορπάει πέτρα καὶ σκόνη,
ὅμοια ἐσωριάστη τὸ φαρίν, ὁμοῦ κι’ ὁ καβαλλάρης.
Δεύτερην ἔδωκεν σπαθιά, τὴν κεφαλὴ τοῦ κόβει,
ξιφάρι ἁρπάχνει κονταριοῦ κι’ ἀπάνω τὴν καρφώνει,
καὶ τὸ κοντάριν ὕψωσεν, οἱ ὀχτροὶ νὰ τὸ βιγλίσουν.
Κι’ ὡς ὁ Περσεὺς τὴν κεφαλὴν τῆς Μέδουσας ἀνέσπα
κι’ εἰς τοὺς ὀχτροὺς ἀντέστρεφεν, εὐθὺς λίθοι ἀπομέναν,
οὕτως οἱ Τοῦρκοι ἐπέτρωσαν κι’ οἱ Πέρσες μαρμαρῶσαν.
Οἱ δὲ Ῥωμαῖοι ἐκραύγασαν, πολλὰ πάλι ἀντρειωθῆκαν,
κι’ ἂς λαβωμένοι, ἐτάχθησαν, κι’ ἂς λιγοστοί, ἐχυθῆκαν,
κι’ ἀπανωπέφτουν στὴν Τουρκιὰ κι’ ἐπῆραν τους φαλάγγι.
Κουφάρια ὁ τόπος γιόμισεν καὶ βαρυπληγωμένους,
θρήνους, σφαγῆς πνιχτὲς φωνὲς καὶ ῥόγχους τοῦ θανάτου,
καντάρια ἱδρῶταν ἤπιε ἡ γῆς, μὲ γαίματα ἐζυμώθη.
Κουρσέψαν τὸ στρατόπεδον ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀπλικεῦαν,
σωρειὲς στοιβιάζουν λάφυρα καὶ σκλάβους ἁρμαθιάζουν,
εὐγενικοὺς καὶ ταπεινούς, στρατιῶτες, κεφαλᾶδες,
τὸν κὺρ Ἀλέξιον Ἄγγελο, τὸν πενθερὸ τοῦ ῥῆγα,
τὸν πάλαι βασιλέα των, νῦν τουρκοπωλημένον.
Τὰ καστροπόρτια τοῦ ἄνοιξαν οἱ Ἀντιοχεῖς καὶ διέβη,
τὸν νικητὴν ἐδέχθησαν, τῆς πόλεως τὸν σωτῆρα,
στὲς ἐκκλησιὲς δοξολογοῦν, στὲς ῥοῦγες λιτανεύουν,
κρασοκερνοῦν στὰ καπηλειά, στὰ δεῖπνα ἐπαινοῦν τον.
Συγχαίρου οἱ ξένοι εἰς τὰ ὀμπρός, πίσω κρυφοφοβοῦνται,
καὶ πίστιν εἰς τὸν βασιληὰ δηλώνουν οἱ Ῥωμαῖοι.
Ἤγουν ὁ δρόμος στρώθηκεν κι’ ἡ μοῖρα ἐκαναλίσθη
νὰ πέσ’ ἡ Φραγκοβενετιά, νὰ λυτρωθῇ ἡ Πόλις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου