Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025
Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025
Εἰς τὸν ὀχτρὸν τῆς ἔγνοιας
Εἰς
τὸν ὀχτρὸν τῆς ἔγνοιας
σϞγ΄
Ἔγνοιες αὐγὴ ἀρματώνονται κι’ ὁλημερὶς στρατεύουν,
πόλεμο ἀπόγιομα βαστοῦν, κάστρη πατοῦν τὸ γέρμα,
βράδυ ἀρμενίζουν κάτεργα κι’ ὁλονυχτὶς κουρσεύουν.
«Ἔγνοιες, ὀχτρὸν δὲν σκιάζεστε; Θάνατον δὲν φοβεῖσθε;»
«Ἕναν ὀχτρὸν φοβούμαστε καὶ μιὰ μᾶς τρώγει ἔγνοια:
Μὴν σᾶς βαρυγκωμήσουμε, μὴν πολυφορτωθῆτε,
τ’ ἀβάσταγα τινάξετε κι’ ἀνέγνοιαστοι γενῆτε».
Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025
Τοῦ Σουρᾶ
Τοῦ
Σουρᾶ
σϞβ΄
Ἀλί! Ὁ Σουράς! Τί συνταγή! Τῶν γεύσεων θεία χάρις!
Πλάτην ἀρνιοῦ διὰ γέμισιν ν’ ἀνοίξῃ ὁ μακελλάρης.
Ῥύζι, ἄνηθο, συκωταριά, σταφίδα, κρεμμυδάκι,
κι’ ὁ φοῦρνος ν’ ἀργολειώνῃ τα ὡς τὴν καρδιὰ μεράκι.
Φέρτε καὶ οὖζο εὐωδιαστὸν κι’ οἱ σοῦβλες δὲν φτουρᾶνε·
σμυρναίϊκα παῖξτε πένθιμα κι’ Ἀνάστασιν γλεντᾶμε.
Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025
My Grandmother’s Love Letters
Ποίημα
τοῦ Χάρολντ Χὰρτ Κρέην
Ἀστέρια δὲν ἔχει ἀπόψε
πλὴν ἐκείνων τῆς μνήμης.
Πόσ’ ὅμως περιθώριο γιὰ μνήμη νὰ ὑπάρχῃ
στὸ χαλαρὸ περίζωμα βροχῆς ἁπαλῆς.
Ὑπάρχει περιθώριο ἀκόμη ἀρκετὸ
γιὰ τὶς ἐπιστολὲς τῆς μητρὸς τῆς μητέρας μου,
Ἐλίζαμπεθ,
ὅπου ἔχουν στριμωχθῆ γιὰ τόσον καιρὸ
σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς ὀροφῆς
κι’ ἔχουνε γίνη καστανὲς καὶ μαλακές,
καὶ εὐπαθεῖς νὰ λειώσουνε σὰν χιόνι.
Πάνω στὸ μεγαλεῖο ἑνὸς
τέτοιου χώρου
τὰ πατήματα πρέπει νὰ εἶν’ ἐλαφρά.
Ἀπ’ ἄσπρη τρίχ’ ἀόρατην ὅλος κρεμιέτ’ ὣς πέρα.
Τρέμει ὡς σημύδας τὰ κλωνιὰ ποὺ ὑφαίνουν τὸν ἀέρα.
Κι’ ἀναρωτιέμαι:
«Εἶναι τὰ δάχτυλά σου ἀρκετὰ μακριὰ νὰ παίξουν
πλῆκτρα παληὰ ποὺ ἔμειναν μόνον ἠχώ;
Εἶναι ἡ σιωπὴ ἀρκετὰ δυνατὴ
τὴν μουσικὴ νὰ μεταφέρῃ πίσω στὴν πηγή της
καὶ ἀπὸ κεῖ σ’ ἐσένα πάλι
σάμπως καὶ σ’ ἐκείνη;»
Ὡστόσο τὴν γιαγιά μου ἂν τὸ χέρι μου ὡδηγοῦσε
μέσ’ ἀπὸ πράγματα πολλὰ δὲν θὰ τὰ ἐννοοῦσε·
κι’ ἔτσι σκοντάφτω. Κι’ ἡ βροχὴ στὴν στέγη ἐξακολουθεῖ
μὲ τέτοιον ἦχο θαῤῥεῖς τρυφεροῦ συμπονετικοῦ γέλιου.
Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025
Song (When i am dead my dearest)
Ποίημα τῆς Κριστίνα Τζωρτζίνα Ροσσέτι
Ὅταν θά ’μαι νεκρή, μονάκριβέ μου,
μὴν πῇς γιὰ ἐμὲ τραγούδια θλιβερά·
στὴν κεφαλή μου ῥόϊδα μὴν φυτέψῃς,
μήτε καὶ κυπαρίσσια ἡσκιερά:
Νά ’σαι χλωρὸ χορτάρι ἀπάνωθέ μου
ὑγρὸ μ’ ἁπαλοβρόχια καὶ δροσιές·
κι’ ἂν τὸ ἐπιθυμῇς, τὴν μνήμη κράτα,
κι’ ἂν τὸ ἐπιθυμῇς, τὴν λήθη πιές.
Ὅτι τοὺς ἥσκιους δὲν θὰ ἀντικρύζω,
ὅτι δὲν θὰ αἰσθάνομαι βροχή·
ὅτι δὲν θ’ ἀγροικῶ τὸ ἀηδονάκι
ὥρα νὰ κελαηδᾷ, σὰν νὰ πονῇ:
Κι’ ὡς θὰ ὀνειροβαδίζω στὸ λυκόφως
ποὺ αὐγὴ δὲν ἔχει κι’ οὔτε νυχτωμό,
τυχαῖα ἴσως μνήμη ν’ ἀνασύρω,
κι’ ἴσως τυχαῖα ν’ ἀπολησμονῶ.
Πίνακας: Dante Gabriel Rossetti
Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025
The Harp of Alfred
Ποίημα τοῦ Ρόμπερτ Ἔρβιν Χάουαρντ
Τὴν ἄκουσα τὴν ἅρπα τοῦ Ἀλφρέδου
καθὼς περνοῦσα τὶς κατηφοριές,
ὅταν δεντρὰ ἀκανθώδη στέκαν ὅμοια
σὰν μοναχοὶ μὲ ῥόμπες σκοτεινές·
τὴν μελῳδιὰ κι’ ὁ Γκούθρουμ πό ’χε ἀκούσει
σὲ κωμοπόλεις δίπλα ἐρημικές:
Ὅταν ὁ Ἀλφρέδος, ἴδιος μὲ χωριάτη,
ἦρθε ἀπ’ τὸν λόφο ἁρπίζοντας σκοπό,
καὶ οἱ Δανοὶ πιωμένοι ἐγλεντοῦσαν
μ’ ἐκεῖνον ποὺ ζητοῦν νὰ ἰδοῦν νεκρό,
κι’ ὁ Σάξων ῥὴξ στὰ γένεια των γελοῦσε,
κι’ ἔκαμαν τὸ δικό του μ’ ἀστανιό.
Τὴν ἄκουσα τὴν ἅρπα τοῦ Ἀλφρέδου
ὡς τὸ λυκόφως σβηόταν στὴ νυχτιά·
στοιχειὰ φουσσᾶτ’ ἀκούω βροντοπατοῦσαν,
τ’ ἀχνὰ ἀστέρια ὡς ἔφεγγαν λευκά·
κι’ ὁ Γκούθρουμ περπατοῦσε στὰ ζερβά μου,
κι’ ὁ Ἀλφρέδος προχωροῦσε στὰ δεξιά.
Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025
Forbidden Magic
Ποίημα τοῦ Ρόμπερτ Ἔρβιν Χάουαρντ
Ἐφάνη ὀμπρός μου Ἄνθρωπος, κι’ ἤτανε βράδυ θερινό,
ὡς κάτω ἀπ’ τ’ ἄστρη ὁλάκερος ὁ κόσμος ἐσιωποῦσε,
κι’ ἡ μήνη ἀπόκοσμα ῥαβδιὰ στὴν κάμαρη ἐσκορποῦσε.
Ὑπαινιγμοὺς ψιθύρισεν γι’ ἀνόσιο θώρι, ἐξωτικό·
ἀκολουθῶ – κι’ εἰς κύματα ἀπὸ ἕνα φῶς φασματικὸ
μὲς στῆς ψυχῆς μου τὶς στιλπνὲς σκάλες ἀνωτραβοῦσα
ποὺ ἀράχνες κεῖ φεγγαρωχρές, μ’ ὄγκο δρακῶν, γλιστροῦσαν
– σκοροειδεῖς τρανὲς μορφές, πό ’χαν φτερὰ μ’ ἀχνὸ λευκό.
Ἀνὰ τὸν κόσμο φύσημα παγοβουτιοῦ ἀνακινεῖ
λίμνες μ’ ἀχλὲς ποὺ ἔστεφαν τῆς ψευδαυγῆς οἱ λάμψεις·
ῥοδόχρους λαμποκόπησεν τοῦ ὁρίζοντος ὁ μιναρές·
ξυπνῶ ἐν φόβῳ, κι’ ἔπειτα μὲ ἱδρῶτες κι’ αἵματα μαθές,
σφυρηλατῶ ὀνείρων μου τὶς σιδηρὲς ὑφάνσεις,
κι’ ἔπλασα δίχτυ ἀπ’ αὐτὲς νὰ πιάσω τὸ φεγγάρι ἐκεῖ.
Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025
Εἰς τοὺς πλατωνικοὺς διαλόγους
Εἰς
τοὺς πλατωνικοὺς διαλόγους
σϞα΄
Ν’ ἀνοίγῃς ν’ ἀναγνώθῃς μας, στεῤῥῶς μελέτησέ μας,
ἀπηλογήσου, ἐρώτα μας, στοχάσου, δούλευγέ μας.
Κατόπι ἀπολησμόνα μας· στήσαμεν δυναμάρια,
πλέκομεν ῥίζες στὴν ψυχή, στὸ νοῦ πρεμνοβλαστάρια.
Κι’ εἴμεθ’ ἀμπέλι θαλερόν, λογιῶν κρασὶ ἐσοδιάζει,
κι’ ὄχι ἅπαξ ποὺ ἐβαρέλιασες στ’ ἀμπάρια καὶ ξιδιάζει.
Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025
Τὸ παλαιὸ νεκροταφεῖον
Τὸ παλαιὸ νεκροταφεῖον
σϞ΄
«δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων·
αἱ μὲν γὰρ κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ᾽ ἐλέφαντι·
τῶν οἳ μέν κ᾽ ἔλθωσι διὰ πριστοῦ ἐλέφαντος,
οἵ ῥ᾽ ἐλεφαίρονται, ἔπε᾽ ἀκράαντα φέροντες·
οἳ δὲ διὰ ξεστῶν κεράων ἔλθωσι θύραζε,
οἵ ῥ᾽ ἔτυμα κραίνουσι, βροτῶν ὅτε κέν τις ἴδηται.»
Ὁμήρου Ὀδύσσεια, ῥαψῳδία Τ
Ἔνι καὶ τ’ ὄνειρον ζωὴ κι’ ἔν’ τῆς ζωῆς τὸ μέρος,
ἀμὴ ζωὴ ἀλλόκοσμη, ἐν φύσει ἀλλοτέῤῥᾳ,
ζῇ ἡ ἐδῶ τοὺς τόπους της, ζῇ κεῖνο ἄλλους τόπους.
Τυχαῖοι κι’ ἅπαξ ἔνιοι ζοῦν κι’ οὐδὲν ξαναθωρεῖς τους,
κι’ εἰς ἄλλους βρίσκεσ’ ἐνιαχοῦ καὶ πάλε περπατεῖς τους.
Γεῖς ἦτον ὀνειρότοπος ὅπου συχνῶς εὑρέθη.
Ἐτράβαε τὴν ἀνηφοριά, τὴν ἅμαξα ὡδηγοῦσεν,
δρομοῦσεν χωματόδρομον, διέσχιζεν χερσοτόπους,
κι’ ἀρηὰ ληοδέντρη ἐβίγλιζεν, τὰ γεροξερανθῆκαν.
Κι’ ἀπάνω εἰς τὴν λοφοπλαγιά, μὲ τῆς ὁδοῦ τὸ πέρας,
ἔσμειγεν πύλην ἁψηλὴν ποὺ σιδηρᾶ ὠρθωνότουν,
ἔσμειγεν καὶ μαντρότοιχον ποὺ τρίμετρος στεκότουν.
Κι’ ὅντες τὴν πύλη ἐδιάβαινεν ἐτοῦτα ἐντὸς ἐθώρει:
Μνημούρια ἐκεῖντο, ἐμάρμαιραν, ἦσαν σταυροὶ ἀράδες,
μὲ χωματένιες περασιὲς κι’ εἰς τάξεις χωρισμένα,
μ’ ἀνθοὺς νὰ καλλωπίζουν τα, δεντρὰ νὰ δροσοσκιάζουν,
κι’ οὐδέποτε συγνέφιαζεν κι’ ἀεὶ λιακάδα ἐκράτει.
Κι’ ἦτο ἐκκλησάκι χθαμαλὸν κι’ ἔλαμπ’ ἀσβεστωμένον,
στασίδια σκοῦρα εἶχε σειριές, δῶ, κεῖ κρέμοντο εἰκόνες,
κι’ εἶχε ἀποθήκη στὴν μεριά, μὲ πόρταν ἐκοινώνει.
Στ’ ὄνειρον τοῦτο εὐφραίνετον, σταλιὰ νὰ ἐφοβότουν,
λευκοὺς σταυροὺς ἐγύριζεν, ἔπλενεν τὰ μνημούρια,
ἀνέγνωθεν τὰ ὀνόματα καὶ συλλογιότουν χρόνους,
τάχα ἱστορίες ἔνιωθεν κι’ ἐμάνθανεν προγόνους,
γαλήνη ἔπιν’ ἐσώκαρδα, τοῦ ἡλιοῦ τὸ χάιδι ἐῤῥούφα.
Ἔν’ οὐροβόρος ὁ καιρός, στ’ ὄνειρον πάλ’ εὑρέθη.
Αἴθουν τὰ σκότη ἀστρόχυτα καὶ φωτοκρουσταλλιάζουν,
πέφτει, κοιμᾶται, πάει βυθούς, κι’ ὀνειροκαταδυέται,
κι’ ἀνηφορίζων ὁδηγεῖ, σιδηροπύλη σμείγει,
γυρνᾷ σταυροὺς μαρμαρινούς, μνημούρια καθαρίζει,
προγόνων βλέπει ὀνόματα κι’ ἡδὺ λούζεται ἡλιόφως.
Πραγμάτων χρείαν ἐννοεῖ, στὴν ἀποθήκ’ ὑπάγει,
ῥάφια, κασσέλες, ψάχνει τα, μπαοῦλ’ ἀνακατώνει,
κι’ ὅπως σκυφτὸς γυρεύει τα, γροικᾷ καὶ πόρτα τρίζει.
Ὀρθώνεται καὶ στρέφεται κι’ ἡ πόρτα μισανοίγει,
φάσμα προβαίνει ἀνάντια του, γυνὴ τὸν ἀντικρύζει,
κορακομάλλ’ ἀγριόθωρη, χλωμή, σκελεθρωμένη,
μ’ ὀμμάτι’ ἄδεια, κυκλόμαυρα, μοβόρα, ἀσπροεντυμένη.
Κραυγάζει τον, οὐρλιάζει τον, λὲς σκίζεται ὁ λαιμός της,
μὰ εἰκόνα, οὐδὲν ἀκούγεται, μιὰ φρίκη ποὺ ἐβουβάθη.
Ἐξ αἴφνης πρῶτον πιάνεται, πισωπατάει σκιαγμένος,
τὸ ψέμμα ἔπειτα μελετᾷ, τὰ θάῤῥητα μαζώνει,
κατά της βγαίνει πότορμος, τὸ φάσμα ἐξηφανίσθη,
τὸ κατωκάσσι ἀνωπερνᾷ, στὸ ἐκκλησάκιν μπαίνει,
στὸ κέντρο στέκει πάντερμος κι’ ὁλόγυρα ἐξετάζει.
Φωτόσφαιρες δυὸ ὑψώνονται, μετέωρες λευκολάμπουν,
μήτε τρανὲς μήτε μικρές, σὰν τόπια ποδοσφαίρου.
Τὰ πέρα δῶθε ἀρχινοῦν, μπρὸς πίσω γύρους φέρνουν,
ἀπ’ τὸ ἱερὸν στὴν εἴσοδον, σιμὰ εἰς τὰ πανωθύρια,
ἀπ’ τὴν σκεπὴ στὸ δάπεδον, διάμεσα εἰς τὰ στασίδια,
μ’ ἀντιτροχιὲς κυκλώνουν τον, σταυρώνονται, μακραίνουν,
πτῆσιν ποιοῦν μ’ ἀλλοκοτιές, πετοῦν δαιμονισμένες.
Ὁλόρθος στέκει, δὲν κουνεῖ, τὸ βλέμμα του ἀκλουθεῖ τες,
κι’ ὡσὰν μ’ ἀνθρώπους νὰ ὁμιλῇ τὰ τέτοια ξεστομίζει:
«Τὸ ἤξευρα, τὸ ἐμάντεψα, τὸ ψέμμα σας γνωρίζω,
τὸ φάσμα ὅπου ἐχτίσατε νὰ μὲ καταφοβίσῃ·
κι’ ἂν νῦν πετᾶτε στ’ ὄνειρον ἐτοῦτο ὑπογράφω,
στὸ ὑπνοκελλί μου εὑρίσκεσθε, αἰωρεῖσθε ὅπου κοιμοῦμαι,
καὶ θέατρον μοὶ παίζετε, φέρνετε τάχ’ ἀλήθειες,
μυριάδες ἔτη ὡς κάμνετε κι’ ἀνθρώπους ξεγελᾶτε.
Τσίρκο καὶ σαλτιμπαγκολόϊ τῆς φιλντισένιας πύλης!
Νεκράνακτες τῶν διάκενων, δαιμόνοι τοῦ ἀβυσσόθεν,
στὸ θέατρον τοῦ ἀπατηλοῦ δεινοὶ μπερντεδοπαῖχτες.
Τρόμοι, μηνύματα, οἰωνοί, σοφίες, φανερώσεις,
μαντεῖες, δῶρα, ἐξωτισμοί, τέρατα, θεῖα, σημεῖα,
τί ῥεπερτόριον πλούσιον! Σκοπός; Ποδηγεσία.
Οἱ ἁπλοῖ ἀνθρῶποι ἀρνοῦνται σας, δαιμόνου πιάνουν αὔρα
καὶ τὸ κακὸ ἀκρουμαίνονται, πέργυρα ὡς ἀνασαίνει,
κι’ ὀρθώνονται οἱ τρίχες των σὰ ἰδοῦν τὸ νεκροφῶς σας·
φωνὴν ἀηδόνος κι’ ἂν ἀκοῦν τὸ γρύλισμ’ ἀγροικοῦν το,
ὡς λάφια πρὸς φευγιὸ ἀμπηδᾶν καὶ μήτε σᾶς πιστεύουν.
Ἀμ’ ἔχετε κοινὸ πιστόν, τ’ ἀείποτε ἀκλουθεῖ σας,
ἀγέλη ὅπου σᾶς ἁλυχτάει, συνάφι ὅπου καλεῖ σας:
Ῥηγαῖοι καὶ πολιτικοί, εὐγεναριό, αὐθεντάδες,
θεατρῖνοι, ψευδοθεουργοί, χρηματουργοί, λογᾶδες,
κι’ ὅλοι ὅπου δύναμιν πεινοῦν κι’ ἡ ματαιότης ἄρχει,
ἐξυπνοπούλια τοῦ καιροῦ καὶ σούργελα τοῦ ὑπάρχειν,
κοπρόψυχοι μισάνθρωποι, γῆς κι’ οὐρανοῦ ἡ αἰσχύνη,
οἱ ἀθῷον αἷμα γεύονται, κοιμοῦνται ἐν γαλήνῃ.
Τοῦτοι θαῤῥῶ οἱ πελάτες σας, μὲ δαύτους συνεργεῖτε,
φαίνεσθε ὀμπρός των σὰν θεοί, ταχυδακτυλουργεῖτε,
κι’ ὅσα ποθοῦν τοὺς τάζετε, δολώματα κουνᾶτε,
τοὺς γάντζους ἀσημώνετε, στὸν βοῦρκον τ’ ἀμολνᾶτε.
Κι’ οἱ ἄμοιροι δαγκώνουν τα, σούρνοντ’ ἀγκιστρωμένοι,
συμμάχους σας τοὺς χρίζετε, κρατοῦν γενηὲς δεμένοι,
τάχα εὑρεθῆκαν διαλεχτοί, πρεπὸ νὰ κυβερνοῦν μας,
καὶ μέσῳ αὐτῶν σεῖς ἄρχετε, βαστᾶτε τους, βαστοῦν μας.
Λατρεῖες θεμελιώνετε κι’ οἱ ἀνέμυαλοι ἐξυμνοῦν σας,
εἰς λέσχες τοὺς μαντρώνετε καὶ κρυφοπροσκυνοῦν σας,
διδάσκετε τὸ κακουργεῖν, τὸ κάλλος νὰ φονεύουν,
τὸν βιὸ νὰ πλέκουν μ’ ἀραχνιές, τὸ νοῦ πῶς νὰ μολεύουν.
Τέχνες κατέχετ’ ἄπειρες κι’ ὅλες βαμμένες μαῦρες,
κι’ ὁρμήνειες κεῖ ὅπου δώνετε ξεσποῦν κακοῦ ἀνάβρες,
φτώχεια, πολέμοι, ἀνωμαλιά, φόβος, τυράγνι’, ἀῤῥώστια,
οἱ στεναγμοὶ κι’ οἱ πόνοι μας πρέζα ἰδική σας κι’ ὅστια.
Τὴν θνητουριὰ ἐσκλαβώσατε καὶ πλέει στὴν δυστυχία,
θεοὶ τῆς γῆς κομπάζετε, μὰ εἶστε ἁπλῶς… μαφία».
Σιωπᾷ· μὲ νεῦρα ἐγιόμισεν, μ’ ὄργητα πλημμυρίζει,
τὴν χέρα του σηκώνει εὐθύς, τὴν ῥώμη ἀκέρηα βάζει,
κι’ ὡς οἱ φωτόσφαιρες περνοῦν τὴν μιὰ καταχεριάζει.
Τὸ φῶς της ἐβαθούλωσεν κι’ ὑπάγει λαβωμένη,
κι’ ὡσὰν ἀγιοῦπες τὸν γυρνᾶν, μακρόθεν, δὲν ζυγώνουν,
ὁλόρθος στέκει, δὲν κουνεῖ, τὸ βλέμμα του ἀκλουθεῖ τες,
κι’ ὕστερον σβηέται ἡ θύμησις καὶ τ’ ὄναρ ξεθωριάζει,
φυρονεριὰ ποὺ ὑποχωρεῖ κι’ ἄμμους γυμνοὺς ἀφήνει,
τιτάνιον ἀναδυέται φῶς, τὰ σκότη τρώει, χαράζει.
Τὴν ἄλλη νύχτα ἔπεσεν κι’ ἡσύχως ἐκοιμήθη,
τὴν τρίτη ἐπέμψαν γδικιωμόν, σουκκούμπι τοῦ ἐῤῥίχθη,
ἢ τέτοια ἀρχῆθεν ὕφαιναν, σχέδιο ἀμαυρὸν ἐπλέκαν.
Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025
Εἰς τὸν λινοθώρακα
Εἰς
τὸν λινοθώρακα
σπθ΄
Ἔχω ἐπωμίδες φοίνιες, χρυσόνημ’ ἄστρη ὀχτάχτιδα,
στέρνο μεδουσοπρόσωπον, κοιλιὰ χαλκοφολίδωτη,
πτερύγι’ ἀράδες ζάλευκα, χρυσᾶ κρικέλια καὶ ζωστρή.
Καυχιέμαι ὡρηᾶς ἁβρόχερης· πιδέξια μὲ συνήρμοσεν,
σ’ ἄρεια ὡς βρεθῇ χλαπαταγὴν ὁ ἀγαπῶ νὰ μὲ φορᾷ
ἔμμορφο τρόμο τοῦ ὀχτροῦ, θάῤῥητα ἐντὸς ξολοθρεμμοῦ.
Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025
Εἰς τὸ κομποσκοινάκι
Εἰς
τὸ κομποσκοινάκι
σπη΄
Κόμπο, κόμπο τὸ μετρᾷ * κι’ εὔχεται ἐν δάκρυσιν.
«Μνήσθητι, ὦ Κύριε, * τὰς ψυχὰς τῶν δούλων Σου.
Κεῖνοι μᾶς ἀνέστησαν, * κι’ ἂν δὲν τοὺς ταπείνωσαν…
τά ’δε ἡ δόξα τῶν ἀστρῶν, * μόχθησαν ὑπὲρ ἡμῶν
κι’ ἔστεκ’ ἡ ἀγάπη των * κάστρο καὶ φτεροῦγα μας».
Δίπλα λάμπει τσίπουρο· * στάλα χύνει καταγῆς,
πενιχρὴ γουλιὰ τραβᾷ, * κύκλο νηὸν ἐκίνησεν.
Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025
Εἰς τὸν σπορέα
Εἰς
τὸν σπορέα
σπζ΄
Πληβεῖοι δυὸ κι’ ἀποδειπνοῦν, συμπότες κι’ ἀθθιβάλλουν:
«Ὀκταβιανὸς καλόσπειρεν κι’ ὁ λόγος του φυτρώνει,
κι’ ἀγρὸς ὁ δῆμος πείθεται, πολλὰ φοβοκρατιέται,
ἡγεμονία μὴν γενῇ, βασίλειον ἑλληνίζον».
«Κι’ ἂν τὸν Ἀντώνιον θὰ νικᾷ τί ἐσοδειὰ θὰ φέρῃ;»
«Ἡγεμονία θὰ γενῇ, βασίλειον ἑλληνίζον».
«Κάμνει ὁ πολιτικὸς σπορά; Θερίζεις ἄλλην ἐσοδειά».
Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025
SUKKUBUS
SUKKUBUS
σπϚ΄
«ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ
σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ
σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις.»
Ἀποστόλου Παύλου, Πρὸς Ἐφεσίους 6,12
Νυχτοσκοτείνια ἐπέπλωσεν κι’ ἀστρολειβάδ’ ἡπλώθη,
τοῦ δρόμου ὁ σάλος ἔπαυσεν καὶ σιγαλιὰ ἐκυβέρνα,
νὰ κοιμηθῇ κλινόγειρεν μὰ δι’ ὅλου δὲν νυστάζει,
βιβλίο ἐκλέγει, ἀνέγνωθεν, ποίησιν κι’ ἐμελέτα.
Ὁ λύχνος φέγγει τὸ κελλίν, φῶς κεχριμπάριν πλέει,
τὰ ὀμμάτια στίχους περπατοῦν, ὁ νοῦς τοὺς ζωγραφίζει,
ὡσότου ὅλως κορμολυθῇ καὶ βλεφαροσφαλίσῃ.
Πρῶτ’ εἰς τοῦ λύχνου τὴν μεριά, εἰς τὸν μπερντὲ παρέκει,
ὀκάτιν ἀκροθώρησεν ποὺ ἄμορφον ἡσκιοδιάβη,
κεῖ γοργοστράφη νὰ ἰδῇ καὶ πρᾶμμα οὐδὲν νὰ εἶδεν,
μὲς στὸ βιβλίον ἐγύρισεν κι’ ἐνυχτομελετοῦσεν.
Πάλ’ εἰς τοῦ λύχνου τὴν γωνιά, εἰς τοῦ μπερντὲ τὸν τοῖχο,
ὀκάτιν ἀκροθώρησεν ποὺ ἡσκιομορφὴ ἐδιάβη,
κι’ εἴδωλο ᾐσθάνθη γυναικός, χωρὶς νὰ τὴν ξεκρίνῃ.
Ὀλίγον ἐστοχάσθη το, γοργῶς τὸ ἀπελησμόνει,
κι’ εἶπεν «Ἔνι τὸ διάβασμα, τῶν ὀμματιῶν ὁ μόχτος»,
βιβλίον τὸ ἐπαράτησεν καὶ τὸ λυχνάριν σβήνει,
σύρνει τὸ κλινοσκέπασμα, στὸν ὕπνον ἐβυθίσθη.
Κατόπιν ὄνειρα θωρεῖ κι’ ὀνειροτόπους τρέχει,
ζῇ ἐρώτων ὑπνοφαντασιές, θέατρο ἀγάπης βλέπει,
χάος ἦσαν δίχως νόημα κι’ ἐπαῖζαν δίχως τάξιν.
Ἔλαβεν ῥεῖθρο τ’ ὄνειρον, ἐτράπ’ εἰς ἀφροδίσιον,
καὶ πλέον ἔκαμ’ ἔρωτα, μαυρομαλλοῦσα σμείγει,
τὴν πάνω ἐφόρει κόκκινα, τὴν κάτω γυμνωμένη,
ὥσπου τοῦ ἐκόπ’ ἡ ἀναπνοιὰ κι’ ἐξ ὕπνου ἐτινάχθη.
Ηὗρεν τὸ σῶμα του γυμνό, τὴν στῦσι πέτρ’ ἀτόφυα,
κι’ ἐπαλινδρόμα ὡς ἄψυχος, κερένια ὁμοιάζει κοῦκλα,
λὲς κι’ ἦτον παίγνιον μιανῆς ποὺ ἐντός της τὸν ἐτράβα.
Ἠπόρησεν, ἐσάστισεν, καὶ δέσμιος ἐκινεῖτο,
κι’ ὁ τρόμος ῥέει ποταμός, ντροπῆς πελάγη ἀφρίζουν,
τὴν κυριότη του ἀνακτᾷ, τὴν πρᾶξι εὐθὺς τελεύει,
καὶ κράζει τ’ ὄνομα «Χριστός», κι’ ὅλα τὰ φῶτ’ ἀνάπτει.
Αὐγίζει, μεσημέριασεν, κι’ ἄθυμος ἐκαθότουν,
κι’ ἔνιωθεν τσούξιμο ἀλαφρύ, σὰν κόρη νὰ ἐκοιμήθη.
Ὅλα τὰ ἐσκέφθη κι’ ἤφερεν κι’ ἐκλωθογύρισέν τα,
κι’ ἐπῆρεν το κατάκαρδα δυὸ εἰσβολὲς νὰ πάθῃ,
τὴν μίαν εἰς τὸν οἶκον του, τὴν ἄλλ’ εἰς τὸ κορμίν του.
Καὶ προσευχήθη τοῦ θεοῦ τὴν ἀνομιὰ νὰ γράψῃ,
κι’ ἐν κόσμῳ οὐκ ἔνι χείριστον, ἡ ἐρωτικὴ μαγεία·
κι’ ἤξευρε τὰ πῶς πράττουσιν, πῶς τὸ κακὸν ποιοῦσιν,
νῦν γίνονται, συνέβησαν, κι’ εἶχεν πολλὰ διαβάσει.
Θρυλεῖ τα κι’ ἡ παράδοσις, δείχνει ἐραστὲς δαιμόνους,
π’ ἀνθρώπου ἰκμάδα τρέφονται καὶ τὴν ζωὴν στραγγίζουν,
κι’ ἂν ἴσως τέτοια ἐγένοντο διάφορη γνώμη ἐκράτει:
Τ’ ἀκάθαρτα τὰ πνεύματα, τὰ φύσει ἀμποδεμένα,
κουρσεύουν θύμησες τοῦ ἀντρός, μορφὴ γυναίκεια χτίζουν,
μ’ ὄψιν γνωστὴ ποὺ ἐπόθησεν ἢ μ’ ἄγνωστη νὰ θέλγῃ,
καὶ ὀνειροπλαγιάζουν τον, τὸν σπόρον νὰ τοῦ κλέβουν.
Κι’ ἔπειτα παίρνουν ὄψι ἀντρός, γυνὴ ὀνειροκοιμοῦνται,
τὸν σπόρον ῥίχνουν μέσα της, τέκνον ἵνα συλλάβῃ,
στὴν πρᾶξι ἅμα γητεύουν τον, τὸ ἔμβρυον κυριεύουν.
Τέτοιους ἀργάζονται σκοπούς, ἀτοὶ ἑαυτοὺς γεννοῦσιν,
ἐκ τῆς ἀβύσσου ν’ ἀναβοῦν, τὲς ἅλυσες νὰ λύσουν,
ὡς σὰρξ τὸ ἡλιόφως νὰ γευτοῦν, ἐπὶ τῆς γῆς νὰ ζήσουν,
τοῦ Λόγου χλεύη νὰ βιωθοῦν, τὴν ὕβριν νὰ κηρύσσουν.
Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025
Εἰς τὸ οἰνοπότηρον
σπε΄
Τὸ περιβόλιν ἔσκαβα, ποτήριον εὑρῆκα.
Ξερόχωμα εἰς τὰ τείχη του κι’ ἀμοῦχλα κατακάθιν,
πλεμμάτι χόρτα ἡ σκέπη του κι’ οἱ μέρμηγκες ἀράδα.
Τοῦ ἡλιοῦ ἀντὶς ὑψώνω το, κατάγερον μοὶ ἐφάνη.
Νὰ πίνω θὰ κρατήσω το, ξέχειλα ἱνὰ γιομίζω,
μ’ ὕδωρ, σαπούνι νὰ πλυθῇ κι’ οἶνος ἐντὸς νὰ λάμψῃ.
Ψυχή, νὰ γένῃς παστρικιά, κατόπιν Λόγον κέρνα.
Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025
Τὸ Μέγα Τεῖχος (Ἡρακλέους – Βορείου Στεφάνου)
(Ἡρακλέους – Βορείου Στεφάνου)
σπδ΄
Εἰς ἄβυσσο π’ αὐγάζει ἀχνὰ καὶ ῥέουν αἴγλης σκοτάδια,
στὸ βόρειον ἡμισφαίριον τῆς ἀστρικῆς νυχτιᾶς,
στὸ ἀλάργα κοσμογίγνεσθαι, σ’ ἄβυθα ὀρφνὰ πηγάδια,
τὸ Μέγα Τεῖχος χύνεται, γέμει ἀχτιδοβολιᾶς.
Κεῖ γαλαξίες στρέφονται, σμάρια σμαριῶν μελίσσια,
καὶ νηόφαντ’ ἄστρη σκᾶν λαμπρὰ καὶ φέγγουν πανταχοῦ,
κι’ ἄλλα ἐσωκαταῤῥέουν βαριά, γυρνᾶν αἰώνια πίσσα,
κι’ εἶναι θάμματ’ ἀρίφνητα κι’ ἄψαυστα τοῦ μυαλοῦ.
Κι’ ἂν ἤθελες νὰ ὑπάγῃς το, ν’ ἀρχίσῃς το ὣς τὸ τέλος,
καὶ μονοπάτι ἐκάτεχες, στὰ ἔνδον μὴ χαθῇς,
κι’ ἂς ἵππευες φῶς ἄυλον, κάλπαζες φωτοβέλος,
θὲς μύρια ἑκατομμύρια χρόνους κεῖθεν νὰ βγῇς.
Κι’ ἵπταται ὑπερτιτάνιον, θωρεῖ τὸ αἰθέριον στρῶμα,
κρατεῖ στὰ χάη τοῦ Παντὸς κι’ οὐκ ἔνι πλέον τρανό!
Μ’ ἂν φτειάξωμε νηοὺς ὀφθαλμοὺς κι’ ἰδοῦμε πέρ’ ἀκόμα,
ἴσως φανῇ τ’ ἀσύλληπτον πὼς εἶν’ ἀστεῖα μικρό.
Ὦ Ἄναξ! Τὸ ἐποίησας ὁ νοῦς μου δὲν βαστᾷ το…
μὰ Σὺ ἀγαπᾷς τὴν Μάννα σου ὅσο ἀγαπᾷς τὸν Σατανά.
Τί νὰ Σὲ εἰπῇ τὸ τίποτε, Σὺ τ’ ἄπειρον χωρᾷς το·
ἀπ’ ἔξω μένω σιωπηλὸς καὶ ψέλνω ἐντός μου «Ὡσαννά!»
Τρίτη 22 Ιουλίου 2025
YEE NAALDLOOSHII
YEE NAALDLOOSHII
σπγ΄
«Μὲ δαῦτο πάει στὰ τέσσερα», στὰ Νάβαχο σημαίνει,
μὲ ζῴου τομάριν ἐννοοῦν, ὅτι μορφὲς ἀλλάζουν,
καὶ γένονται κτηνάνθρωποι κι’ ὄψιν θεριῶν ἁρπάζουν.
Ποθοῦν τῆς ἄρκτου δύναμιν, ἀρκοῦδες θὰ φανοῦσιν,
ζητοῦν τοῦ λύκου μπόρεσες, λυκόμορφοι περνοῦσιν,
θέλουν τὰ χούγια τοῦ θωός, κογιότια τοὺς θωροῦσιν,
τὴν ἀθῳότην ἔλαφου, τ’ ἀλάφια παρασταίνουν,
τὴν πανουργιὰν ἀλώπεκος, ἐντύνονται ἀλεποῦδες,
κι’ ὅποιο θεριὸ συμφέρει τους θώρι ἐκεινοῦ λαβαίνουν.
Οἱ κτηνανθρῶποι κι’ ἄλλα δροῦν, πλήθια δύνανται κάμουν.
Ἔχουν σβελτάδα στ’ ἄδικον, κακοῦ γληγοροσύνη,
κι’ ἂν σοῦ ῥιχτοῦν νὰ βλάψουν σε δύσκολο ν’ ἀποκάμουν.
Δύνανται μιμηθοῦν φωνές, λαλιὰ γνωρίμου κράζουν,
νὰ τρέξῃς σὰν ξεγελαστῇς, στὰ σκότη νὰ σὲ χώνουν,
τάχα βοηθό των σὲ καλοῦν, δῆθεν πὼς κινδυνεύουν,
κι’ ὅντες σὲ πιάνουν μαρτυρᾷς, γιὰ γιόμα σὲ φονεύουν.
Τὸ ἔρμο μυαλὸ τυφλώνουσιν, τοῦ νοῦ φυτεύουν σκέψεις,
σὲ ὑπνωτίζουν, σ’ ἀπατοῦν καὶ ὀρδινιὲς σὲ δώνουν,
κι’ ἄμποτες ἔρθῃς συγκαλά, θῦμα των πειὰ μετριέσαι.
Μάγια κατέχουν καὶ τελοῦν, μποροῦν νὰ καταριῶνται,
θανὲς ἀναίτιες προκαλοῦν, κακοτυχιὲς κι’ ἀῤῥώστιες,
ποιοῦν ἐξ αἴφνης συμφορές, ἄκαιρες νὰ μαντέψῃς,
φτωχὲς τὲς ἐσοδειὲς γεννοῦν, λιμὸν καὶ πεῖν’ ἁπλώνουν.
Βαστοῦν ξόρκια τ’ ἀόρατου κι’ ἄφαντοι περπατοῦσιν,
καλῶς σβήνουν τ’ ἀχνάρια των, καρτέρια πῶς ν’ ἀντέξῃς;
Σὺ νιώθεις ἀμὴ δὲν θωρεῖς ἐνῷ σὲ ἀκολουθοῦσιν.
Κι’ ἂ ὀμπρὸς φανῇ τετράποδον τὰ ὀμμάτια νὰ βιγλίσῃς,
οὐχὶ πολύ, κλεφτὰ νὰ ἰδῇς, μὴν τὴν ψυχήν σου κλέψουν,
κι’ ἂν στράφτουν ἀλλοκοσμικά, κακοῦ ἀτόφυου ἂν γέμουν,
πορεύσου τάχ’ ἀνήξερος κι’ ἐν τρόμῳ μὴν λυγίσῃς.
Οἱ Νάβαχο τὸ διαλαλοῦν, «Μὴν λέγῃς τ’ ὄνομά των»,
ὅτι μακρόθεν σ’ ἀγροικοῦν κι’ ἔπειτα κυνηγοῦν σε,
κρατοῦν γερὰ τὸν γδικιωμὸν καὶ μήτε λησμονοῦν σε.
Κάποτες ἦσαν ἄνθρωποι ὡς εἶν’ ὅλ’ οἱ ἀνθρῶποι,
δύναμι, πλοῦτο ἐπόθησαν, ἀθανασία γυρέψαν,
κι’ ἔσφαξαν κάποιον ἐδικό, νὰ βαφτιστοῦν στὸ σκότος.
Ἔμαθαν τέχνες ζοφερὲς κι’ ἀσκῆσαν ἔργα μαῦρα,
κι’ ἀρχιμαστόροι ἐχρίστηκαν, πῆραν διαβόλου αὔρα,
κι’ ἐῤῥούφηξέν τους τοῦ Ἐγὼ ὁ λιμασμένος βόθρος.
Δαιμόνια στὲς ἐρμιὲς γυρνοῦν κι’ ἔχουν παρὰ τὸν φόνο,
κι’ ἀθῷες γεύονται καρδιές, μὴν ἀποθάνουν μόνο.
Τοῦτα τὰ ὄντα ἀνέγνωσα στῶν Νάβαχο τοὺς μύθους,
μάγους ποὺ πᾶν στὰ τέσσερα, ὄψιν θεριῶν π’ ἁρπάζουν·
καὶ μοὶ ἔκαμεν ἐντύπωσιν, μεγάλως ἐξεπλάγην,
ποὺ οἱ Νάβαχο οἱ μακρυνοὶ κι’ ἐρημοκυκλωμένοι,
οἱ ἀντίπερα τοῦ ὠκεανοῦ κι’ ἀπολησμονημένοι,
τὴν φάρα τῶν πολιτικῶν τόσον καλῶς ἠξεύρουν.
Τρίτη 8 Ιουλίου 2025
Ἄληστον ὄναρ
Ἄληστον ὄναρ
σπβ΄
Σ’ ἀρχαῖον πατάρι ἀνήλιαγον, σοφίτ’ ἀραχνιασμένην,
ἀπάνω εἰς σκεβρὸν θρονί, τάβλα σαρακιασμένην,
καὶ κάτω ἀπ’ τὴν φωτοχυσιάν, πλάι στὸ μελισσοκέριν,
ἐντὸς βιβλίου κιτρινωποῦ κι’ ἀπ’ ἔξω πετσωμένου,
μέσα εἰς φύλλα πάνλερα, γράμματα σπιλωμένα,
ἐτρέχαν τὰ ὀμμάτια του καὶ τ’ ὄναρ ἀναγνώθει.
«Ἤμην ἐντὸς διαστήματος, οὐχὶ ὡς τὸ ἰδικόν μας,
τὸ κατραμένιον, τ’ ἀμαυρόν, τὸ δνοφερόν, τὸ μέλαν.
Ἦτον ὡς ὕδωρ θολερὸν κι’ ὡς ἄμμος ζαχαρένια,
ὅμως καὶ πάλι διάφανον καὶ μ’ ἄστρη ὁλογιομᾶτον,
ζάλευκα, κόκκινα, χρυσᾶ, πλήθια πολλῶν χρωμάτων.
Εἰς τὸ κενὸν ἐστέκομουν, εἰς βάσιν δὲν ἐπάτουν,
κι’ ἔρμος ἐθώρουν τρόγυρα, ν’ ἀναβιγλίζω τ’ ἄστρη,
κι’ ἠπόρουν ποῦ νὰ εὑρίσκωμαι, τὸν χῶρον συλλογιόμουν.
Αἴφνης ὁράω μιὰ σήραγγα, στόμιον σιμὰ νὰ κεῖται,
κι’ εἶχε τὸ σχῆμα ὀκτάγωνον, οὕτως βαστῶ τὴν μνήμην,
ἀπάνω, κάτω πλειὸ πλατύ, κοντὸ δεξιά, ζερβά του,
κι’ εἶχε τοιχιὰ ὁγρὸν γυαλίν, οἱ ἀστραρμαθιὲς φαινότουν.
Δύναμις κεῖσε μ’ ἔσυρεν κι’ ἔνδον γιὰ μέτρα εὑρέθην
κι’ εὐθὺς συνέβη ἀλλόκοτον, τρόμος δριμὺς ζυγώνει.
Σείστη τῆς σήραγγος ὁ ἀὴρ κι’ ἐβάλθη νὰ πυκνώνῃ,
καὶ σύμπηκτος ἐβάραινεν ὡσότου στέρηο ἐγίνη,
κι’ ἀπόμεινα ν’ ἀκινητῶ, ὀψάριν μὲς στὸν πάγον,
ἀμὴ καλῶς ἀνέπνεα, δίχως πνιγμὸν νὰ νιώθω.
Τότες ἀκέρηα ἡ σήραγγα μὲ βιὰ πολλὴ ἐκινήθη,
κι’ ὁμοῦ ἐκινούμην μέσαθε ποὺ αἰχμάλωτον μ’ ἐκράτει,
κι’ ἔτρεχε πάν’ ἀπ’ τ’ ἄλογο, πλειὸ πάν’ ἀπ’ τὸν πετρίτη,
πάνω κι’ ἀπ’ τὸ πεφτάστερον, νύκτωρ ποὺ ὁδοφλογίζει.
Ἔτρεχε δρόμον ἄπειρον, μύριες ζωὲς νὰ τρέχῃς,
ἀνηφοριές, κατηφοριές, στροφές, τρανὲς εὐθεῖες,
ὥσπου εἰς τ’ ἄκρον ἔφτασεν, λεύτερον ξέβρασέν με,
κι’ εὑρέθην πάλ’ εἰς τὸ κενόν, μετέωρος νὰ πλέω.
Τὴν δῶθ’ ἐβίγλισα μεριά, πλέον σκοτερὴ μοὶ ἐφάνη.
Νῦν πέρα ὀμπρός μου ξέκρινα, σκληρὸν παννὶ αἰωρεῖτο,
τετράγωνον καὶ κίτρινον, μέγα καὶ τεντωμένον,
κι’ εἶπα, «Μὴ ἐστήθη σκηνικόν; Παράστασις ἀρχίζει;»
Μαῦρες μορφὲς ξεπήδησαν, τ’ ἄδειον παννὶ γιομίζει
μ’ εἰκόνες καὶ συμπλέγματα τεράτων καὶ ἡρώων,
καλῶ τα μελανόμορφα, μ’ ἀρχαῖα ἀγγεῖα ὡμοιάζαν,
κι’ ὡς ἔδειχναν μύθους παληοὺς νοημ’ ἄλλον ἐμηνοῦσαν.
Σκηνὴ ἐρχότουν κι’ ἔφευγεν, σειρὰ σκηνὴ ἀκλουθοῦσεν,
κι’ εἰς τὸ κατόπι ἄλλαζε νηά, σκηνὲς ἀράδα ἐπαῖζαν,
κι’ ἐννόησα τὸ ἐσήμαιναν, ἔγνων τὸ ἐσυμβολίσαν.
Ἦσαν τοῦ βίου μου σταθμοί, ἐθώρουν τους καθάρια,
κι’ ἔκραζα, «Νά ποὺ ἐγίνη αὐτό, νά ὅντες συνέβη κεῖνο»
καὶ τὴν ζωήν μου ἐξέταζα, πράξεις μου ἀναμετροῦσα.
Ἐτέλεψ’ ἡ παράστασις, τὸ διάστημα ὅλο ἐσβήστη,
κι’ ἔστεκα μὸν ὡς ὅρασις, πηχτὸν σκοτάδι ὁλοῦθε.
Τετράδιον ἐμφανίστη ὀμπρός, εἰκονογραφημένον,
κι’ οἱ ζωγραφιὲς κοκκινωπές, μὲ δίχως ἄλλον χρῶμα,
κι’ ὡς ἄνοιξεν τὸ ἐξώφυλλον, γυρνοῦσαν οἱ σελίδες,
τὰ σχέδια ἐποίουν κίνησιν, σὰν ζωντανὰ ἐνεργοῦσαν.
Δεσμὸ ἀφηγοῦντο ἐρωτικόν, ἀγάπην ἱστοροῦσαν,
κι’ ἤμην ἐγὼ μὲ θηλυκιά, τρίτον δὲν εἰκονίζαν,
ἐγὼ εἰς τὴν ὄψιν γνώριμος κι’ ἀνέγνωρη ἐκείνη.
Μὲ ἡδὺ φιλὶν ἐτέλειωσεν, μ’ ἁβρὴν ἀγκάλην κλείνει,
κρῖμα, δὲν τὸ κατώρθωσα νὰ ἰδῶ τὸ πρόσωπόν της,
κι’ ἦλθ’ ἁπαλὸν φῶς αὐγινὸν καὶ μ’ ἤγγιξεν τὰ ὀμμάτια».



