Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

In the Gold Room - A Harmony

 












Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Τὰ φιλντισένια χέρια της σὲ πλῆκτρα φιλντισένια
σὲ φαντασία μεταβλητὴ γλιστροῦν καὶ ξεστρατίζουν,
ὅπως στὶς λεῦκες, τὰ δεντρά, λάμψις ἀσημένια
ὅταν τἀχνόχροα φύλλα των ἀργόσυρτα θροΐζουν,
ὅπως ἐπιπλέων ἀφρὸς εἰς πέλαο τρικυμίζον
δόντια ὡς δείχνουν τὰ κύματα σἀγέρια φουσκωμένα.

Πέφτουν χρυσᾶ της τὰ μαλλιὰ στὸν χρυσωμένο τοῖχο
ὅπως τἁβρὸ ἀραχνόπεπλο μπλέκεται ὑφασμένο
ἐπάνω εἰς τοῦ κατιφὲ τὸν στιλβωμένο δίσκο,
ὅπως τὸ ἡλιοτρόπιο στὸ ἡλιόφως πάει γερμένο
ὅταν κυανόμαυρης νυχτιᾶς τὸ σκότος πειὰ εἶνληγμένο,
καὶ σκέπῃ φωτοστέφανο τοῦ κρινακίου τὸν μίσχο.

Κιἡδύ, ἐρυθρὸ τἀχείλι της στἀχείλι μου σφιγμένο
καίγει ὡς ῥουμπινόχρωμη φωτιὰ ποὺ εἶνἀναμμένη
σὲ βαθυκόκκινου ἱεροῦ λυχνάρι κρεμασμένο,
ὡς τοῦ ῥοδιοῦ οἱ λαβωματιὲς ποὺ χυμός του βγαίνει,
ὅπως τοῦ λωτοῦ καρδιά, ὁγρὴ καὶ βουτηγμένη
στοῦ ῥοδοκόκκινου κρασιοῦ τὸ αἷμα τὸ χυμένο
.


Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

TÆDIUM VITÆ


 










Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Τὴν νηότη μου μἀπόγνωσης μαχαίρια νὰ καρφώνω,
τούτου τἀσήμαντου καιροῦ ζωηρὴ λιβρέα νὰ φορῶ,
ν’
ἀφήνω ἀπτὸ ταμεῖο μου νὰ κλέβῃ χέρι ποταπό,
μ
τὰ μαλλιὰ μιᾶς γυναικὸς ψυχή μου νὰ σἑνώνω,

κι’
ἁπλῶς νὰ κάμνω τὸν λακέ, τῆς Τύχης, ἱπποκόμο,
ὀμνύω πὼς δὲν τἀγαπῶ! Τοῦτα πειὸ κάτω θεωρῶ
κιἀπτὸν ἐπὶ τὴν θάλασσα κυματιστὸν ἀρηὸν ἀφρό,
κι’
ἀπτὸν τοῦ θέρους χνουδανθὸ στοῦ ἀγεριοῦ τὸν δρόμο

ποὺ εἶνἄσπορος: Καλύτερα ν μείνω ξένο σῶμα,
μακριὰπἀνόητους διαβολεῖς ποὺ μοῦ χλευάζουν τὴν ζωὴ
κιἂς μὴν μὲ ξεύρουν, προτιμῶ τ πειὸ ἀχαμνὸ τὸ δῶμα

πρεπὸ γιὰ τὸν πειὸ ἄθλιον χωριάτη νάχῃ στρῶμα,
παρὰ ξανὰ μὲς στὴν βραχνὴ σπηληὰ τῆς σύγκρουσης, ποὺ κεῖ
ψυχή μου ἁγνὴ πρωτάγγιξες τῆς ἁμαρτίας τὸ στόμα.



Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

TRISTITÆ


 










Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Αἴλινον, αἴλινον εἰπέ, τὸ δ’ εὖ νικάτω

Καλῶς γιὰ ἐκεῖνον ὅπου ζῆ ἀναπαυτικὰ
μὲ πλῆθος μάλαμμα ἐντὸς κτήσης τρανῆς,
μ
ήτε πιτσύλισμα προσέχει τῆς βροχῆς,
τὸ νὰ σωριάζωνται τοῦ δάσους τὰ δεντρά.

Καλῶς γιὰ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει ζυμωθῆ
μ
τὲς ὠδῖνες ἀπτῆς πείνας τὸν καιρό,
μ’
ἕναν πατέρἀπἔγνοια, δάκρυα, ψαρό,
μ
μιὰ μητέρα ποὺ ὅλο κλαίγει μοναχή.

Ὅμως καλῶς στὸν ποὺ τὸ πόδι του πατᾷ
μόχτου κιἀπάλης τὴν κοπιαστικὴν ὁδό,
μὰ μὲ τοῦ βιοῦ του τοὺς καημοὺς γιὰ ὑλικὸ
σκάλες σηκώνει νάρθῃ στὸν θεὸ σιμά
.

VITA NUOVA


 










Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Ἐστάθην μπρὸς στῆς θάλασσας τὸ ἄπιωτο κρασὶ
ὥσπου μαλλιὰ καὶ πρόσωπον τὁγρὸ κῦμα μουσκεύει·
οἱ κόκκινες μακρὲς φωτιὲς τῆς μέρας ποὺ τελεύει
κα
ῖγαν στὴν δύσι· τἄνεμου αὐλὸς μουντὰ νἀχῇ·

κιοἱ φασαριόζοι γλάροι στὴν στερηὰ εἶχαν χαθῆ:
«
Ἀλίκραυγάζω, « βίος μου στὸν πόνο ἔχει πλεύσει,
καὶ ποιὸς στάρι χρυσὸ καρπὸ δύνεται νὰ συλλέξῃ
πὸ αὐτοὺς τοὺς ἄχρηστους ἀγροὺς ποὺ ὠδίνουν ἐς ἀεί

Χαῖναν πλατιὰ τὰ δίχτυα μου, τρῦπες, ψεγάδια πλήθια,
ὡστόσο τὰ ἐπέταξα ὡς τὴν στερνὴ ῥιξιά μου
ἐντὸς θαλάσσης, κιἔπειτα τὸ τέλος καρτερῶ.

Ὅταν
ἰδού! Μιὰ αἰφνίδια λαμπρότης! Κι’ εἶδ’ ἀλήθεια
μέσ’ ἀπὸ τὰ μαυρόνερα, βάσαν’ ἀλλοτινά μου,
λευκῶν μελῶν ν’ ἀνέρχεται τὸ θάμπος τ’ ἀργυρό!



Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

AVE MARIA GRATIA PLENA


 










Ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ

Ὥστε ἔλευσί Του αὐτή! Νὰ ἰδῶ ἤλπιζα πάλι
σκηνὴ δόξης θεσπέσιας, ὡς ἔχουν διηγηθῆ
γιὰ κάποιονε τρανὸ Θεὸ ποὺ ὡσὰν χρυσῆ βροχὴ
διέῤῥηξε σιδεριὲς βαρειὲς κιἔλουσε τὴν Δανάη:

ἕνα θέαμα φριχτὸν ὡς ὅταν Σεμέλη,
ἀπὸ ἀγάπην ἄῤῥωστη κιἄσβεστη πεθυμιά,
εὐχήθη τὸν Θεὸ νὰ ἰδῇ καθάριον, κι φωτιὰ
ξετέλεψέ τη ἁρπάζοντας τὰ καστανά της μέλη:

Μὄνειρα τέτοια χαρωπὰ τὸν ἅγιο ἔψαξα τόπο,
καὶ νῦν μὲ μάτια καὶ καρδιὰ γιομᾶτα θᾶμμα στέκω
μὲ τῆς Ἀγάπης τὸ ὕψιστο μυστήριο ἀντικρυστά:

Κάποιο κοράσι ἐν γόνασι χλωμὸ μὲ δίχως πόθο,
κιἄγγελον εἰς τὸ χέρι του κρίνο νὰ φέρῃ βλέπω,
κιἀπάνωθέ των ζάλευκα Περιστεριοῦ φτερά
.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Τὸ στρώσιμον τοῦ πλακόστρωτου

Τὸ στρώσιμον τοῦ πλακόστρωτου

σο
Ϛ΄

Γεῖς τόπος ἦτο τῆς αὐλῆς, ἀποθηκοῦλα ὀπίσω,
σιδεροστῦλοι τρόγυρα, κισσὸς ἀπανωσκέπη,
δάπεδο κάτω παληακό, τσιμέντο ῥαγισμένο.
Τὸ ἤφερεν, τὸ ξέτασεν, πολλὰ καλοστοχάστη,
ἂν μπόρειε το πέτρα νὰ μπῇ, λίθους ἀτὸς ν’ ἁπλώσῃ,
κι’ ἔλαβε τὴν ἀπόφασι κι’ εἰς τὸν σκοπὸν ἐστρώθη.
Μαστόρων ἔργα ἐμέτρησε κι’ εἶδ’ ὀπτικὰ μαέστρων,
τὴν πέτρα πῶς ἀργάζονται, πέτρες πῶς συνταιριάζουν,
τὸ πῶς γιομίζουν τοὺς ἁρμούς, πῶς δένουν κι’ ἀλφαδιάζουν.
Σειριὰ τσιμέντα ἐστοίβαξε κι’ ἄμμους χοντρὲς ψηλώνει,
καὶ πλάκες καβαλιώτικες χαμαὶ τὲς ἀραδιάζει.
Ἐβούρτσιζε κι’ ἐξέβγαζε, καθάριες νὰ κολλήσουν,
στὴν σκάφην ἀνακάτωνε κι’ ἔῤῥιχνε τὸ χαρμάνι,
ἔπιανε κι’ ἄφηνε μυστρὶ κι’ ἀνάμεσο τ’ ἀλφάδι,
πλάκα τὴν πλάκα ἐπάταγε, μωσαϊκὸ νὰ γένῃ.
Κι’ ὅντες ἡ στρῶσι ἐτέλεψε βαστάει τὸν χρωστῆρα,
ξασπρίζει γύρω τοὺς ἁρμούς, τοὺς λίθους βερνικώνει,
στράφτουν τοῦ βράχου τὰ νερὰ ποὺ τὸ λευκὸ τὰ ζώνει.
Κι’ ὅσον τὰ χέρια ἐδούλευαν μονολογοῦσ’ ὁ νοῦς του:
«Ἐδῶ οὖζον νὰ γεύωμαι καὶ οἶνον νὰ κερνάω·
πότε μ’ ἀνθρώπους νὰ ὁμιλῶ κι’ ἀκέρηα ν’ ἀθθιβάλλω,
πότε μὲ τ’ ἄστρη νὰ γελῶ, τοῦ ἡλιοῦ πόνους νὰ λέγω,
πότε γενηὲς ν’ ἀνιστορῶ, νεκροὺς νὰ μνημονεύω,
σάμπως περνοῦσαν οἱ παληοί, ἁπλοῖ καὶ μερακλῆδες,
κι’ ἀλάργ’ ἀπ’ τὴν κυρίλα των, πέρ’ ἀπ’ τὰ κοσμικά των».