Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

Ὁ βάρβαρος καὶ ἡ ῥήγισσα ΙΙ


Ὁ βάρβαρος καὶ ἡ ῥήγισσα ΙΙ

σιη΄

Στὴν ἅλυση ἒν ὁ βάρβαρος, λόγχες τὸν γονατίζουν,
πεζούρα ὀρδινιάστηκε, λάβαρα πορφυρᾶ,
στὰ ἡλιοκαμμένα μέλη του τὰ γαίματα πηχτά,
χωριὰ λαμπάδες τρόγυρα τοὺς οὐρανοὺς καπνίζουν.

Φτάνει λαμπρὸ τὸ ἀρχοντολόϊ κι’ ἡ δέσποινα τοῦ κόσμου,
καὶ τῶν σκουτάτων ἔγνεψε, προστάζουν τον ὀρθό.
«Ἂν μ΄ ἐδεχόσουν ῥήγισσα, δέον καὶ λογικό,
τὴν γῆ σου καστροέσπερνα καὶ σ’ εἶχα ὁμόδειπνόν μου».

«Βιὸ καστρινῶν δὲν ζήλεψα, βιὸ μυριομαντρωμένο,
νόμους φτειαχτούς, ζύγι’ ἄτιμα, κούφιες σοφίες, στανιό,
φερσιὲς φτενές, φτήνια, ἡδονές, τὸν ἄνθρωπο θεό·
μήτε ποθῶ τὰ δεῖπνα σου, λύκους νὰ συντυχαίνω.

Ἀπ’ τοὺς ἀνέμους κι’ ἀπ’ τὴ γῆς ὁ νόμος μας πηγάζει,
ἁπλὸς κι’ ἀρχαῖος σὰν τὸ νερό, δίκηος σὰν τὴν φωτιά.
Καὶ ναί, σφάζομ’, ἁρπάζομε, μὰ ὄχι ψυχές, κορμιά,
δὲν ξεύρω γιὰ τὰ οὐράνια σας ἀμ’ ὅλ’ ἡ φύσι ἁρπάζει».

Λόγια, φραγγέλλιο, ἐῤῥάπισαν, στὰ τρίσβαθα ἐταράχτη,
τὰ μάγουλά της ἔκαψαν κι’ ἐστρίγγλισεν μ’ ὀργή,
«Τὸ κτῆνος ὅσα ἐβέλασεν τίποτ’ ἂς μὴν γραφτῇ!»,
μετὰ ἐθυμήθη τοὺς παληοὺς κι’ ἐκρύφτη ἔρμη νὰ κλάψῃ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου