Πρώτη σκηνὴ παραμυθιοῦ
σ΄
Ὁ ἥλιος ἐβασίλευσεν, ἡ πλάσις ἐνυχτώθη,
ἀστροεσπάρη ὁ οὐρανός,
σκότος στὴν γῆν ἁπλώθη.
Δειπνοῦσιν οἱ οἰκοκύρηδες, γέρνουσι καὶ κοιμιῶνται,
ἔνε ἀδειανὰ τὰ τρίστρατα, οἱ ὁδοὶ δὲν περπατιῶνται.
Ἐδείπνησε ἡ κυρὰ μαμμή,
δὲν γέρνει, δὲν κοιμᾶται,
στὸ
παραγώνιν ἀγρυπνᾷ, πλέκει καὶ συλλογᾶται.
Βροντοχτυπᾷ ἡ θύρα της, τ’ ὁσπίτι ὅλον ἐσείσθη,
τὸ
πλέκειν ἀπαράτησε, τὴν θύραν ἵν’ ἀνοίξῃ.
Κι’ ὅντες τὴν θύραν ἄνοιξε κι’ εἶδε τὸν ἐβροντοῦσε
σκιασθεῖσα ὀπισωπάτησεν ὡς κεῖνος
προχωροῦσε.
Κατώφλι τὸ ἐδρασκέλισε κι’ ἔσκυψε ἵνα χωρέσῃ,
θηόρατος στάθη κι’ ἀγριοειδὴς εἰς τοῦ ὁσπιτιοῦ τὴν μέσι.
Ἀνδρὸς βουνίσιου εἶχε
θωριά, μαλλιὰ σγουροπλεγμένα,
κι’ ἐχύνοντο
ἐκ τὸ πρόσωπο, χείμαῤῥος, τ’ ἄγρια γένεια.
Κακὸς ἀέρας γύρω του καὶ τὴν καρδιὰν ἐκέντα,
λαφῖνα ποὺ ἀκρουμαίνετον χωσιὰ θεριοῦ στὰ δέντρα.
Τὰ ὀμμάτια ἐφέγγαν μοχτηρὰ στῆς ἄβυσσος τὰ βάτα,
γιομᾶτ’ ἀμόλευτο κακὸ καὶ πονηριὰ γιομᾶτα.
Κι’ εὐθὺς ὅντες ὡμίλησε, φωνὴ χονδρὴ ἐβγῆκε,
κι’ ἔγεμε
ζόφο ἀνάχτιδον, βραδέως τῆς
γραίας εἶπε:
«Κυρὰ μαμμὴ νὰ ὑπάγωμε, στ’ ὁσπίτι μου νὰ ὁρίσῃς,
γυναῖκα μου
κοιλοπονεῖ, νὰ τήνε ξεγεννήσῃς…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου