Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ
Στὴν Ἄρτεμιν Ἄντ.
Πέρ’ ἀπ’ αὐτὸ τὸ τεῖχος ποὺ ἡ ἀρχαία λιθοδεσιά του
σὲ
πύργους βρυοπερίκλειστους τὸν οὐρανὸ ἀνεβαίνει,
θά ’ναι ὅλο κῆποι σκαλωτοί, μὲ ἄνθια πλουτισμένοι,
μὲ πεταλοῦδες, μέλισσες, πουλιά, στὸ
πέταγμά τους.
Θά ’ναι μέσα περίπατοι, κι’ ἁψιδωτὰ γιοφύρια
λωτῶν λιμνοῦλες θὰ περνοῦν, θερμές, ποὺ
καθρεφτίζουν
ναῶν
μαρκίζες· κερασιὲς μ’ ἁβρὰ κλαδιὰ καὶ φύλλα
κόντρα στὸν ῥόδινο οὐρανὸ ποὺ ἐρῳδιοὶ φτερίζουν.
Θά ’ν’ ὅλα ἐκεῖ, ὅτι ὄνειρα παληὰ ξάφνου πλαταίνουν
πύλη πρὸς τὸν λαβύρινθο τῶν
λίθινων φανῶν,
ποὺ ῥέμματα νωχελικὰ στριφτὲς πορεῖες μακραίνουν,
χτενίζοντας χλωροὺς κισσοὺς γερμένων κλωναριῶν.
Τάχυνα – Μὰ ὡς ὑψώθη μπρὸς μέγα, στοιχειωτικὸ
τὸ τεῖχος, δὲν ὑπῆρχε πειὰ ἡ πύλη νὰ διαβῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου