Τῆς
δούλας Σκύθισσας
ρνη΄
Φέρνε
μοι, κάπελα, κρασίν, φέρνε τὸ πλειὸ
ἀκριβόν σου
καὶ
κέρνα την τὴν Σκύθισσα, κέρνα την τὴν
ῥουφιάνα,
γιομᾶτον
νὰ ὑψώνῃ
το καὶ ξέχειλο εἰς τὰ
χείλη,
κι’
ὅντες στὴν τάβλα τὸ
χτυπᾷ, σὺ πάλε νὰ
γιομώνῃς,
νὰ
πιῇ
νὰ μπεκρορεύγεται, τὴν γλῶσσα
ν’ ἀμολήκῃ
μὲ
τὴν τρισβάρβαρη λαλιάν, μὲ τὸ
παληόστομά της,
ν’
ἀνιστορῇ τὲς εὐμορφιές,
τὰ κάλλη τῆς κυρᾶς
της·
πῶς
λούζεται τὸ σύθαμπο κι’ ὁλόγδυμνη
ῥεμβάζει,
πῶς
στὸ γυαλὶ καμώνεται, χτενίζει τὰ
μαλλιά της,
πῶς
χύνουνται στὴν
μέσιν της, πῶς σκέπουν τὰ
βυζιά της,
πῶς
γέρνει κι’ ὑποκλίνεται, δείχνει μηροὺς
καὶ παίζει,
πῶς
ἀντιφέγγει τὸ κερὶ
στὸ ζάλευκον κορμίν της,
πῶς
στὰ στρωσίδια της γλιστρᾷ, πῶς
στρέφει σὰν κοιμᾶται,
πῶς
τὰ ἀκρανοίγει τὸ
ταχὺ κι’ ἡ σάρκα ἥλιος
βγαίνει,
πῶς
σύγκορμη τεντώνεται κι’ ἀγουροξυπνημένη…
Φέρνε
μοι μπροῦσκον, κάπελα, φέρνε μοι καὶ μιστέλι,
φέρνε
ἀπ’ τ’ ἀκριβώτερον καὶ
τὰ σολδία παῖρνε,
κι’
ὅσον κορώνω καὶ γυρνῶ
μ’ ὁμοιάζει τῆς κυρᾶς
της,
κι’
ἀφοῦ κυρὰν
δὲν δύνεμαι πέφτω μετὰ τῆς δούλης,
τὴν
δούλην
θέλω κοιμηθῆ, τούτην θέλω φιλήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου