Στοὺς
ὁμομητρίους κύνες Βροῦτο καὶ
Λεοπόλδο
ρνζ΄
Μετὰ
ποὺ κρούγει τὸ σπαθὶ
τραβιέται στὸ σκουτάρι,
τὴν
βάρκα πάει τὸ πέλαγο, μὲ
δίχως τὸ κουπί.
Γοργὴ
σαγίττα δὲν πετᾷ
μὲ λάσκα τὸ δοξάρι,
χωρὶς
τ’ ἀμόνι σίδερον δὲν σιάζει τὸ
σφυρί.
Στὸ
σκαλιστήρι τ’ ἀλαφρὺ
μακρό, πρέπει, στειλιάρι,
καὶ
μὲ τ’ ἀλφάδιν ὁδηγᾷ
τὴν πέτρα τὸ μυστρί.
Μάρτυς
τοῦ βασιληᾶ τὸ φῶς,
μάρτυς οἱ ἀχτῖδες τοῦ
ἄστρου,
τοῦ
ἀρχαίου πρωτοβιγλάτορα, τοῦ
τετραψήλου κάστρου,
ὅτι, στὲς
χῶρες ποὺ φωτᾷ,
ἡ φύσις ἔτσι ἀξιώνει,
ὅσα τὸ
ζεῦγος καταχτᾷ, ὁ γεῖς
δὲν τὰ ζυγώνει.
«Οὔτε
ὁ Ἡρακλῆς
μὲ δυό», τοῦ Ἀρχιλόχου ὁρμήνεια,
κι’
οἱ ποὺ ζευγάριν πολεμοῦν
βαστοῦν τοῦ βιοῦ
τὸ κῦμα.