Ἡ κόρη καὶ ὁ γκρὰς
ρνϚ΄
Φῶς αὐγινὸ
νηοθώρητο, κινᾷ
γιὰ
νὰ
σκαλίσῃ,
κρεμιέται ὁ
γκρὰς
στὸν
ὦμον
της, σιωπᾷ
μὰ
σὰν
λαλήσῃ
ἀλὶ
σ’ ἐκειὸν
ποὺ
θρασευτῇ καὶ
δὲν
πισωπατήσει.
Κρύο σταμνί, δεκατιανό, τρώγει νὰ
καρδαμώσῃ,
στὸ σοφραδάκι ,ἀνάγειρτον,
τὸν
γκρὰ
ἔχει
ἀπιθώσει,
τζοχανταραῖο
στὸν
δὲν
σκιαχτῇ, κατὴ
στὸν
ποὺ
θ’ ἁπλώσῃ.
Φλόγα τὴν πλάσι ἐμάρανε,
στὸν
ἥσκιο
ὕπνος
τραβιέται,
πλάγι στὸ ἀφρόπλαστο
κορμὶν
ὁ
γκρὰς
λαγοκοιμιέται,
κι’ ἔχει τοῦ
σκανδαλίζεται σκανδάλη καὶ
πατιέται.
Λιόγερμα κι’ ἔρμη
περπατεῖ,
πάει τοῦ
χωριοῦ
τὸ
μίλι,
παληὸ σκοπὸν
ἐρωτικὸ
τερέτιζαν τὰ
χείλη,
στὸν θέλει βιάσει τὰ
φιλιὰ
ὁ
γκρὰς
καυτὰ
θὰ
στείλῃ.
Στὸ λιακωτὸ
ἐδείπνησε,
κοιμήθη στὸ
κλινάρι,
πρόσμενε, λέει, τὸν
ἀγαπῶ,
στὸ
ῥέμμα
καβαλλάρη,
ἀμὴ
τὸν
γκρὰ
εἰς
τ’ ὄνειρον
βαστᾷ
τὸ
παλληκάρι.
Φῶς αὐγινὸ
ξημέρωσεν, τὴν
ἀνιμένει
ὁ
δρόμος.
«Φόβος τὰ ἔρημα
φυλᾷ»
διδάχνει ἄγραφτος
νόμος,
τὸν γκρὰ
ὁ
τοῖχος
ἄφηκεν
καὶ
τὸν
φορτώθη ὁ
ὦμος.