ρν΄
Στὸν
Μανώλη Μπικάκη
Ὁ Διγενὴς
ψυχομαχεῖ καὶ τρέμει τὸ
βασίλειο,
στὴ
δύσιν ἀγροικήθηκεν, σ’ ἀνατολὴ
θρυλλήθη.
Μισοπιστεύουν
το οἱ ὀχτροὶ
καὶ καρτεροῦν το οἱ
φίλοι,
φυλάγουν
τὴ χαρὰν οἱ
ὀχτροί, κρατοῦν τὴν
λύπη οἱ φίλοι,
δοιάζουν,
μὴν εἶν ψευδαγγελιά, μετροῦν
μὴν εἶναι ψεῦμα
κι
ὁμοῦ ἅπαντες ἔδρεμαν
στοῦ Διγενῆ τὸ κάστρον.
Σπάνια,
Φραγκιὰ καὶ Βενετιά, δόγηδες καὶ
ῥηγάδες,
Σύρα,
Μισίρι καὶ Τουρκιά, σουλτάνοι κι ἀμηράδες,
κι
ἀπὸ τὴν πόλι ὁ
βασιλιὰς κ’ οἱ ἀρχοντοκεφαλάδες.
Τὰ
πυργοθύρια
του βροντᾶν, τὸν
ἄρρωστον ζητοῦνε,
στὴν
κάμαρή του δὲν χωροῦν,
γιομίζουν καὶ τὶς σκάλες,
δὲν
φτάνουν τὰ σκαλοστασιὰ
κ’ ἔφραξεν ἡ αὐλή του,
ξεχείλισαν
τὰ πέργερα, μαυρολογᾶν κ’ οἱ
ἀγροί του.
Σκύβουν
δεξιὰ οἱ φίλοι του, γέρνουν ζερβὰ
οἱ ὀχτροί του,
κ’
οἱ φίλοι τὸν παρηγοροῦν
κ’ οἱ ὀχτροί του τὸν
παινεύουν,
κι
ὁ Διγενὴς γυμνόστερνος στὴν
πέτρινή του κλίνη.
Πρωτορωτᾶ
τὸν Διγενὴ τῆς δύσεως ὁ
ῥήγας:
«Ποιά
θλίψι σὲ καρδιόφαγεν καὶ σὲ
θανατοσέρνει;
Μὴν
ἔτυχες κ’ ἐσκότωσες τὸ
στοιχειωμένο ἐλάφι
πού
’χε σταυροὺς στὰ
κέρατα, στὸ κούτελό του ἀστέρι
κι
ἀναμεσὶς στὰ
δίπλατα εἶχε τὴν
Παναγία;
Τοὺς
μενεστρέλους ἄκουσα ποὺ
τέτοια τραγουδοῦσαν».
Κ’
εἰς τὸν ῥηγάρχη τῆς
Φραγκιᾶς ὁ ἀκρίτης ἀποκρίθη:
«Ψέμματα
οἱ βάρδοι τραγουδοῦν, ψέμμα κ’ οἱ
μενεστρέλοι».
Δεύτερος,
τῆς ἀνατολῆς,
ῥωτᾶ ὁ
πατισάχης:
«Ποιανῆς
σεβντὰς σ’ ἀπόθανε, ποιάν ἔχασες
κ’ ἐχάθης;
Κάτω
στὰ ῥούσια χώματα μὴν
τὴν καλὴ σοῦ
ἐκλέψαν
καὶ
μ’ ἄλλονε τὴν εὐλογοῦν,
μ’ ἄλλον τὴν στεφανώνουν,
παντρευαρραβωνιάζουν
την καὶ σένα σ’ ἀστοχοῦνε;
Κι
ἄκουσα τὶς χανούμισσες ποὺ τέτοια τραγουδοῦσαν».
Στὸν
σάχη τῆς ἀνατολῆς
ὁ ἀκρίτης ἀποκρίθη:
«Τῆς
Χαλιμᾶς μωρολογιές, τοῦ χαρεμιοῦ
παιγνίδια».
Τρίτος
τὸν στερνορώτησεν ὁ κύρης τῶν
Ῥωμαίων:
«Γιατί
τὸν ἥλιο ἐντράπηκες,
πισωπατεῖς στὸν Ἅδην;
Ὁ Χάρος σ’ ἀντροκάλεσεν
στὸ μαρμαρένιο ἁλώνι
κ’
ἑφτὰ φορὲς
τὸν πλάγιασες, τὴν ὄγδοη σὲ
ξαπλώνει
καὶ
δὲν τὴν θέλεις τὴν
ζωὴν εἰς τὸν
ἀπάνω κόσμον;
Στὰ
πανηγύρια τ’ ἄκουσα ποὺ
τέτοια τραγουδοῦσαν».
Κ’
εἰς τὸν Ῥωμαῖο
βασιλιὰ ὁ ἀκρίτης ἀποκρίθη:
«Κρασόπιαν,
κρασομέθυσαν καὶ κρασοανιστοροῦσαν».
Θωρεῖ
ὁ Φράγκος τὸν Ῥωμηὸ
καὶ ὁ Ῥωμηὸς
τὸν σάχη
κι
ὁμάδιν λοξοθώραγαν τὸν Διγενὴν
ἀκρίτην,
κι
ὁ ἀκρίτης ἀχνογέλασε
καὶ τῶν ῥηγάδων εἶπε:
«Στοὺς
Ταύρους, στοὺς Ἀντίταυρους
γιὰ μῆνες κυνηγοῦσα,
λεοντὲς
κι ἀρκουδοτόμαρα ἐφόρτωνα τοῦ
μαύρου,
σὰν
εἶδα γραίαν ἐκύκλωναν ἑξήντα
χαραμίτες.
Παιδεῦαν
την, χορεῦαν την, νὰ
κουτσοπάει γελοῦσαν,
καὶ
ν’ ἀσκωθεῖ, σὰν
ἔπεφτε, τὴν κονταροκεντοῦσαν.
Βρουχήθην
τοῦ πρωτοληστῆ κι ἀνταρτοκαπετάνιου:
-Πωλεῖς
την τὴν γερόντισσα; -Κι ἂν τὴν
πωλῶ πλερώνεις;
-Ξήντα
ζωὲς πλερώνω την, ἐσὲ καὶ
τοὺς ληστές σου.
-Τὴν
γλώσσαν ἔχεις κοφτερή, τὸ λέγει ἡ
καρδιά σου,
ἀμὴ πριχοῦ
σ’ τὴν κόψω την, μολόγα τ’ ὄνομά σου.
-Στὸ
γένος εἶμαι διγενὴς κ’ εἰς
τ’ ἄκρα εἶμαι ἀκρίτης.
Λαγοὶ
στοὺς
θάμνους τρούπωσαν, πέρδικες στὰ πουρνάρια.
-Εὐγνωμονῶ
σε ἄρχοντα, σχόλασες τὸ μαρτύριον
κι
ὅπως καλὸν μοὶ
ἔκαμες, καλὸν νὰ
σ’ τὸ γυρίσω,
κ’
εἶμαι εἰς τὴν
τέχνη μάγισσα, Σμυρναία χαρτορίχτρα,
τσιγγάνα
χερομάντισσα κι Ἀσσυροβαβυλώνια,
κι
ἂν θέλεις το κι ἂν φέρεις το, τὸ
πλιὸν ποθεῖς σ’ τὸ
βρίσκω.
Δεύτερον
δίχως νὰ σκεφτῶ καὶ
νὰ καλοζυγιάσω,
λαλιὰ
γροικήθ’ ἡ στοχασιὰ
καὶ γλίστρησε ἀπ’ τὰ
χείλη:
-Τάχα
εἰς τούτηνε τὴν γῆν
στέκει ἀντρειότερός μου;
-Καρτέρα,
ν’ ἁπλωθεῖ ἡ νυχτιά,
μένε, νὰ λάμψουν τ’ ἄστρη.
Τὴν
νύχταν ἄναψα φωτιά, κείνη στὴν νύχτα ἐχώθη,
μὲ
τὸ ταχὺ ξεπρόβαλε, στὸ
φῶς νὰ μὲ φωτίσει.
-Εἰς
τὸν καιρὸν ποὺ
περπατεῖς δὲν ἒν ἀντρειότερός
σου,
ἂμ εἶδα
τὰ μελλούμενα, κεῖ ἒν ὁ
ἀντρειότερός σου.
Στοὺς
λόφους, εἶδα, πρόσμενε καὶ
μοναχὸς κρυβότουν
κ’
εἶχε δοξάρι ἀλλόκοτο κι ὀχτὼ
βαρειὲς σαγίτες.
Ἕξι φανῆκαν
σερπετά, δρακόντοι ἀτσαλένιοι
ὁπ’ εἶχαν
πυργοκεφαλὲς κ’ ἐδῶ
κ’ ἐκεῖ θωροῦσαν
καὶ
προβοσκίδες σίδερον κι ὅλον φωτιὰ
ξερνοῦσαν,
γιὰ
πόδια τους τροχάλυσες κι ἀχνάριαζαν τὴν
πέτρα
καὶ
πίσωθέ των
ἤφερναν πλῆθος Τουρκιὰ
πεζούρα.
Δὲν
σκιάχτη νὰ πισωσυρθεῖ,
δὲν κιότεψε νὰ φύγει,
γιομίζει
τὸ δοξάριν του νὰ δρακοπολεμήσει,
Ἀπόλλωνας κι ἅη
Γιώργιος, πολλὰ νὰ τὸν
θαυμάσεις!
Γιόμιζε
καὶ λευτέρωνε καὶ θανατοκερνοῦσε,
πὸ
τάπια εἰς τάπια πήδαγε καὶ μυρωδιὰ
δὲν
παῖρναν,
φλόγες
νὰ φτύσου ἀνάντια του, τὸν
ἄγουρον νὰ κάψουν.
Σαγίτες
ἕξι ἀμόληκεν καὶ
ψένει τοὺς δρακόντους
καὶ
μὲ τὶς δυό του τὶς
στερνὲς ψένει καὶ τὴν πεζούρα.
-Μὴν
τ’ ὄνομά του νέγνωσες, τὸν τόπο ποὺ
κρατιέται;
-Μανώλη
τὸν ἐλέγασι κ’ ἦτον
ἀπὸ τὴν Κρήτη…
Φράγκε
ὁπ’ ἄρχεις στὴν
Φραγκιὰ καὶ σάχη στὴν
Ἀσία
καὶ
σύ, Ῥωμαῖε βασιλιά, πρῶτε
στὴν Ῥωμανία,
τοῦτα,
στὸ φῶς τὸ
αὐγινό, ἡ μάϊσσα μ’ ἀφηγήθη.
Μὲς
στὴν καρδιὰ τ’ ἀργάστηκα
κ’ εἰς τὸ μυαλὸ
τὰ κλώθω
καὶ
λέω, σὰ γεννηθεῖ καὶ
ζῶ καὶ ζήσει πρὶ
ἀποθάνω,
τάχατες
τ’ ἄχθος τῆς ἀντρειᾶς
ἡ γῆς ἤθελ’ ἀντέξει;
Κ’
ἔκαμα τὴν ἀπόφασιν κ’
ἐμήνυσα τοῦ Χάρο,
πρὶν
ὁ Μανώλης γεννηθεῖ, στὸν
Ἅδην νὰ βουλίσω,
κι
ὅντες ποθάνει νά ’μαι κεῖ, νὰ
τὸν καλωσορίσω».
Σημείωσις: Στὸ ποίημα ἔδωσα τὴν μορφὴ ψευδοακριτικοῦ.
Τὰ «ἐρωτήματα τῶν βασιλέων» ἀναφέρονται σὲ γνωστὰ
ἀκριτικὰ τραγούδια.