ρκθ΄
Πατρίς,
θεοί, ἑστία
Τῇ
φιλτάτῃ μητρὶ
Γλυκὺς
ἔνι ὁ θάνατος κι ὁ πηγαιμὸς εἰς Ἅδην,
γλυκὰ
τὰ δόντια τῶν Κηρῶν, τὸ πέραμα τοῦ Χάρου,
γλυκύς,
μητέρα, ὁ πεθαμός, γλυκὺς κι ὁ ἄγριος φόνος.
Γλυκὺς
ὁ κρότος τοῦ ἀτσαλιοῦ, τῶν σκουταριῶν ὁ βρόντος,
γλυκειὰ
τοῦ ὀχτροῦ μου ἡ μάχαιρα, τὸ ξίφος τοῦ δοράτου,
καὶ
τὸ μυτάριν τ’ ἀκοντιοῦ, τὰ νύχια τῆς σαγίτας,
τῶν
μαύρων ὁ χλιμιντρισμὸς κι ὁ ὄχλος τῶν φουσσάτων.
Γλυκὺ
καὶ τὸ ὀρδίνιασμα, τὸ ἔμπα τῶν ἀλλάγιων,
τὰ
βούκινα κ’ οἱ σάλπιγγες, παραγγελιὲς καὶ διάτες,
τὸ
βάλσιμον εἰς ἄρματα, δειλὰ σὰν λυκαυγίσει.
Ὅλα
τοῦ Ἄρεως τὰ φριχτά, γλυκὰ θέλει φανοῦσιν
σ’
ἐτοῦτα σὰν δωρίσω την, τὴν ὑστερνὴ ἀναπνοιά μου.
Τὸ
πρῶτον στὴν πατρίδα μου, τὴν ἅγια μου πατρίδα·
εἰς
ὅσα ἡ φύσις ἔπλασεν κ’ ἐσμίλεψεν κι ἀργάστη
κι
ἀνάστησεν κ’ ἐβλέπισεν κ’ ἐφύλαξεν καὶ γνοιάστη,
ὄντας
ἡ ἀγήτρα τῶν θνητῶν καὶ τῆς ζωῆς τὸ κάστρον,
μὲ
ἀλάθευτους τοὺς λογισμοὺς καὶ μὲ πιδέξιον χέρι.
Κ’
εἰς ὅλα ὅσα τὸ γένος μου ἐποίησεν κι ἀργάστη,
μὲ
τῶν χεριῶν τὴν μπόρεση, μὲ τῆς καρδιᾶς τὴν φλόγα,
μὲ
τὸν ἱδρώτα τῶν κορμιῶν, τὸν μόχτο τῶν πνευμάτων,
καὶ
κυνηγὸς τῆς ἐμορφιᾶς ἀπ’ τοὺς λαοὺς γνωρίστη.
Τὸ
δεύτερον εἰς τοὺς θεούς, τῶν οὐρανῶν τὰ γένη.
Πῶς
ὁ παντέρμος ναυαγός, ὁ θαλασσοδαρμένος,
μὲς
στὴν κρασάτη θάλασσα, χαμένος, ἀρμενίζει,
πότε
γιὰ ὀλίγον χαίρεται, ὀκάτι σὰν ψαρεύει,
ἢ
ἄμποτες μ’ ὕδωρ βρόχινον ἡ ἁψιά του δίψα σβήνει,
ἢ
ὅταν οὔριος ὁ ἄνεμος φουσκώνει τὸ πανί του·
καὶ
πότε κλαίει μισότρελος, ζητεῖ τὸ ν’ ἀποθάνει,
τσακίζονται
τὰ μέλη του κι ὁ νοῦς του καταλυέται,
σάν,
ἄπαυτα μερονυχτίς, τὲς θύελλες παλεύει,
ἢ
σὰν τὴν βάρκαν ζώνουσιν ἀνθρωποφάγα ὀψάρια,
καὶ
τότες ἔνι ὁποὺ τ’ ἀρκεῖ μιὰ θύμησις μονάχα,
τὸ
σπίτι κ’ ἡ συμβία του, τ’ ἀγαπημένα τέκνα,
οἱ
φίλοι κ’ οἱ γονέοι του καὶ τῆς στεριᾶς οἱ σκέψες,
κ’
εὐθὺς ὁ νοῦς γιατρεύεται, τὰ μέλη ξανανιώνουν,
καὶ
τὴν καρδιὰ ποὺ ἐκιότεψεν, ζέστη γλυκειὰ ἀντρειώνει,
καὶ
νηὰ ἐλπίδα τὸν κεντᾶ, λύσσα ζωῆς γιομώνει;
Ὅμοια
ἡ ψυχὴ σὰν ναυαγεῖ στὸν πήλινο τὸν πόντο
καὶ
ἀρμενίζει στὰ τυφλὰ καὶ αὐτολησμονιέται,
πότε
γιὰ ὀλίγον χαίρεται, ὀκάτι σὰν κερδαίνει,
ἢ
ὅταν τῆς τύχης οἱ πνοὲς φουσκώνουν τὸ πανί της,
καὶ
πότε ἀποκαρδιώνεται, μωραίνεται, κιοτεύει
καὶ
τὸν ἀγών’ ἀπαρατᾶ, ζητεῖ το νὰ βουλίσει,
κύματα
οἱ πίκρες ὡς χτυποῦν, σπιλιάδες οἱ τυράγνιες,
καὶ
τῆς ζωῆς τὰ βάσανα, βουλιάχτρες, σὰν τὴν πνίγουν.
Καὶ
τότες ἔνι ὁποὺ ἀρκεῖ μιὰ θύμησις μονάχα,
τῶν
ἀθανάτω ἡ δύναμις, τῶν ἀθανάτω ἡ δόξα,
πὼς
εἶναι, πὼς εὑρίσκονται καὶ πὼς αἰώνια θάλλουν,
κ’
εὐθὺς νηὰ ἐλπίδα τὴν κεντᾶ, ζωὴν ξαναγιομώνει,
τὰ
σπαθισμένα της φτερὰ νηὸς ἔρως τ’ ἀντρειώνει,
καὶ
τὸ κορμί της γῆν πατεῖ, μ’ αὐτὴ ξανοίγει τ’ ἄστρο.
Κι
ἄλλο ἔρμη δὲν πορεύεται, τυφλὴ δὲν ταξιδεύει
στῆς
ἀθεΐας τὸν βοριᾶ, στῆς ἀθεΐας τὸν πάγο,
στῆς
ἀθεΐας τὸν χέρσο ἀγρό, τὸν νεκρωμένον κάμπο.
Ὅτι
τὸ ἄστρο τῶν θεῶν, ἥλιος εἶν τῶν ἀνθρώπων,
κ’
οἱ ἀχτίδες των ἐλπίδα μας καὶ ἡ θωριά των φῶς μας.
Τὸ
τρίτον ἡ ἑστία μας, τὸ σεβαστό μας σπίτι
καὶ
ἡ φωτιὰ καταμεσὶς ποὺ ὁλόγυρα φωτίζει,
καὶ
φέγγει μας τὰ πρόσωπα, φέγγει κ’ εἰς τὲς καρδιές μας.
Μὰ
κ’ ἡ φωτιὰ στὴν τέλειωσι τῆς στράτας ποὺ φωτίζει,
καὶ
γύροθεν καθούμενοι νὰ σμείξουμε ἀνιμένουν
ὅσοι
ἔζησαν κ’ οἱ τωρεσνοὶ κι ὅσοι νὰ γεννηθοῦσιν,
κι
ὅσοι ὁμοῦ πετάξαμεν μὲς στῶν ψυχῶν τὰ σμάρια,
κι
ὅσοι ὁμοῦ ἀράξαμεν στῶν κόσμων τοὺς λιμνιῶνες,
κι
ἀπὸ τὸ γαῖμα τὸ θνητὸν θεῖος δεσμὸς ἐδέθη.
Πλέον,
μητέρα, δὲν θὰ εἰπῶ, καλύτερον τὰ ἠξεύρεις,
ἔστοντας
δέσποινα, κυρά, τοῦ οἴκου κυβερνήτρα.
Ταχιά,
μητέρα, σὰν γερθῶ νὰ βγῶ νὰ πολεμήσω
τὸ
σκοτεινὸ τὸ Ἰμπέριο, τὲς μαῦρες λεγεῶνες,
ὅλα
τοῦ Ἄρεως τὰ φριχτά, γλυκὰ θέλει φανοῦσιν.
Τὸ
βάλσιμον εἰς ἄρματα, δειλὰ σὰν λυκαυγίσει,
τὰ
βούκινα κ’ οἱ σάλπιγγες, παραγγελιὲς καὶ διάτες.
Γλυκὺ
καὶ τὸ ὀρδίνιασμα, τὸ ἔμπα τῶν ἀλλάγιων,
τῶν
μαύρων ὁ χλιμιντρισμὸς κι ὁ ὄχλος τῶν φουσσάτων,
καὶ
τὸ μυτάριν τ’ ἀκοντιοῦ, τὰ νύχια τῆς σαγίτας.
Γλυκειὰ
τοῦ ὀχτροῦ μου ἡ μάχαιρα, τὸ ξίφος τοῦ δοράτου,
γλυκὺς
ὁ κρότος τοῦ ἀτσαλιοῦ, τῶν σκουταριῶν ὁ βρόντος.
Γλυκύς,
μητέρα, ὁ πεθαμός, γλυκὺς κι ὁ ἄγριος φόνος,
γλυκὰ
τὰ δόντια τῶν Κηρῶν, τὸ πέραμα τοῦ Χάρου.
Γλυκὺς
ἔνι ὁ θάνατος κι ὁ πηγαιμὸς εἰς Ἅδην.