Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Ἡ πειὸ βαθειὰ εὐγένεια


πει βαθει εγένεια

ρκε΄

Κατὰ τν στερν καιρν ννολα γιαγιά μου
τὸ φς της χαμήλωσεν κι’ λο θαμπ θωροσεν.
Κις μπρός της στεκόμασταν γ ξάδελφός μου,
τὸ γγόνι της μελέταγεν, τ χέρι σκιοβαστοσεν.
Κι’ ἤλεγε «Σ εσαι Σσσ…», ντρεπόταν νὰ λαθέψ,
σ’ ἔδινε χρόνο ν τ επς, γύρευε ν μαντέψ.

λλενοι τς νατολς, γενηά μου «φανισμένη»,
ποὺ «λληνισμς» σπάθισαν στ ξύλο ο σταυρωτές σας,
(καμμιὰ φορ στν πνο της κραύγαζε λαφιασμένη)
κιδωνις «ερεθήκατε» κι’ εδαν φς ο ζωές σας.
Πληθυντικοὺς δν λέγατε, φερσίματα μελένια,
μὰ κόλασις σς ντυσε τν πει βαθειν εγένεια.