Ἡ πειὸ
βαθειὰ εὐγένεια
ρκε΄
Κατὰ
τὸν ὑστερνὸ
καιρὸν ἡ Ἀννοῦλα
ἡ γιαγιά μου
τὸ
φῶς της ἐχαμήλωσεν κι’ ὅλο
θαμπὰ θωροῦσεν.
Κι’ ὡς μπρός
της ἐστεκόμασταν ἐγὼ ἢ
ὁ ξάδελφός μου,
τὸ
ἀγγόνι της μελέταγεν, τὸ χέρι ἡσκιοβαστοῦσεν.
Κι’ ἤλεγε
«Σὺ εἶσαι ὁ
Σσσ…», ντρεπόταν
νὰ λαθέψῃ,
σ’
ἔδινε χρόνο νὰ τὸ εἰπῇς,
γύρευε νὰ μαντέψῃ.
Ἕλλενοι τῆς
ἀνατολῆς, γενηά μου «ἀφανισμένη»,
ποὺ
«Ἑλληνισμὸς» ἐσπάθισαν
στὸ ξύλο οἱ σταυρωτές σας,
(καμμιὰ
φορὰ στὸν ὕπνο της
κραύγαζε ἀλαφιασμένη)
κι’ Ἄδωνις «εὑρεθήκατε»
κι’ εἶδαν φῶς οἱ
ζωές σας.
Πληθυντικοὺς
δὲν λέγατε, φερσίματα μελένια,
μὰ
ἡ κόλασις σᾶς ἔντυσε τὴν
πειὸ βαθειὰν εὐγένεια.