Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Ὁ κύων τοῦ μίσους

κύων το μίσους

ρκβ΄

Στὴ ογαν, καταντίπερην, σν σαματς βροντάει,
σάμπως κλέφτες νὰ κλέφτουσιν; Κακοργοι κακουργοσιν;
Γέρθην καὶ κρυφαγνάντεψα ’π’ τ πάνω πανωθύριν.
Μήτε κλέφτες καὶ κλέφτουσιν, κακοργοι κακουργοσιν,
μὸν νι γέρων κουρελλς πο ταραχν σκώνει,
μὲς στν σωρ ψαχούλευεν, βρωμις νακατώνει,
πράγματα χρείας διάλεγεν στὸ παίθριον τ ρμάριν.
Οἱ παρωρτες φαίνονται, στ σκότη ποτραβιέται,
κις ες τ σκότη προσπερνον, δειλ δειλ θωριέται.
Κάμω νὰ δ ν ξεύρω τον, κάλλιον νὰ μν ξεύρω.
Νὰ κοιμηθ ξανάπεσα, γαλήνη δν ζυγώνει,
σάστισα, ἐβρυκολάκιασα κι’ ώρων τ ταβάνι,
κι’ ἤλεγα λειανοτράγουδον γι ν μ νανουρίσ:
«Μῖσος, μοβόρικο σκυλί, δάγκωνε τὴν καρδιά μου,
κομμάτιαζέ την, σκίζε την, νὰ μν τος λησμονάῃ,
κις ξημερώσ γδικιωμός, πάνω τους σ μολνάει».