Ὁ κύων τοῦ
μίσους
ρκβ΄
Στὴ
ῥοῦγαν, καταντίπερην, σὰν
σαματὰς βροντάει,
σάμπως
κλέφτες νὰ κλέφτουσιν; Κακοῦργοι
κακουργοῦσιν;
Γέρθην
καὶ κρυφαγνάντεψα ’π’ τὸ πάνω πανωθύριν.
Μήτε
κλέφτες καὶ κλέφτουσιν, κακοῦργοι
κακουργοῦσιν,
μὸν
ἔνι γέρων κουρελλῆς ποὺ
ταραχὴν ἀσκώνει,
μὲς
στὸν σωρὸ ἐψαχούλευεν,
βρωμιὲς ἀνακατώνει,
πράγματα
χρείας διάλεγεν στὸ ὑπαίθριον τὸ
ἑρμάριν.
Οἱ
παρωρῖτες φαίνονται, στὰ σκότη ἀποτραβιέται,
κι’ ὡς εἰς
τὰ σκότη προσπερνοῦν, δειλὰ
δειλὰ θωριέται.
Κάμω
νὰ ἰδῶ ἂν
ξεύρω
τον, κάλλιον νὰ μὴν ἠξεύρω.
Νὰ
κοιμηθῶ ξανάπεσα, γαλήνη δὲν ζυγώνει,
σάστισα,
ἐβρυκολάκιασα κι’ ἑώρων τὸ
ταβάνι,
κι’ ἤλεγα
λειανοτράγουδον γιὰ νὰ μὲ
νανουρίσῃ:
«Μῖσος, μοβόρικο σκυλί, δάγκωνε τὴν καρδιά
μου,
κομμάτιαζέ
την, σκίζε την, νὰ μὴν τοὺς
λησμονάῃ,
κι’ ὡς ξημερώσῃ
ὁ γδικιωμός, πάνω τους σὲ μολνάει».