Παρατηρητὴς
ρκα΄
Τὸν
χρόνο τόπο ἐδιάλεξα, τοὺς
στοχασμοὺς γιὰ χρόνο,
μετὰ
τῶν στοχασμῶν γερνῶ
καὶ στέκομαι εἰς τὸν
χρόνο.
Καὶ
διάγω εἰς τὰ μελλούμενα καὶ
τὰ παληὰ μαντεύω,
τὰ
τωρεσνὰ ὅλο νοσταλγῶ,
τοὺς κύκλους προφητεύω.
Μπρὸς
στ’
ὁλοφάνερον τυφλός, στὸν ἥσκιο ἀητὸς
κοιτάζω,
στὸ
θαῦμα πονηρεύομαι καὶ τὰ κοινὰ
θαυμάζω.
Κουφὸς
στὰ περιλάλητα, μὰ τὰ βουβὰ
γροικάω,
κι’ ὡς τὸ
λαλεῖν ἀρχεύουσιν, γὼ
τὸ σιωπᾶν τιμάω.
Ἥλιον γυρεύουν οἱ
πολλοί, σκάβω στὴ γῆς
λαγούμια,
πελάγου
ἁπλάδα πεθυμοῦν, δρομῶ
εἰς τὰ κορφοβούνια.
Γλυκὺν
παινεῦαν τὸ κρασί; Γευόμην ξινισμένο,
δασκάλεψές
με, μάννα μου, ’πὸ ξένα νὰ
μὴν παίρνω.