Σκουριὲς
(Ἡ
πεῖνα τῆς Δήμητρος)
ρκ΄
Ἡ γῆ μας εἶν’
πανίερη, τὰ δάση ἁγιασμένα,
κι’ ὁποὺ
κρατοῦν τὰ σπλάχνα τους ἂς
μένουσιν κρυμμένα.
Μὸν
στὲς ψυχὲς ποὺ
ἐσβήσασιν τὸ μάλαμμα γυαλίζει,
χωμάτινοι
τὸ λαχταροῦν, τοὺς
πήλινους πλουμίζει.
Τῶν
μονοφθάλμων
ὁρμαθός, ἥλιον, τὸ
καμαρώνει,
μὰ
καίγουν οἱ ἀχτῖδες
του σὰν παγωμένο χιόνι.
Κι’ ὁ Ἐρυσίχθων
κάποτες, βλάστημος καὶ μὲ θράσος,
τὰ
δέντρη ἐπελέκησεν κι’ ἐσώριασεν τὸ
δάσος.
Κι’ ἤθελε
λεῦκα τῶν ξωθιῶν
γιὰ τάβλα καὶ καδρόνι,
νὰ
κάμῃ οἶκο καλόφτειαστον, φίλους νὰ
τραπεζώνῃ.
Πεῖνα τοῦ θέργιεψ’ ἡ
θεά, ποτὲς νὰ μὴν χορτάσῃ,
τὴν
πλάσι καταβρόχθισεν κι’ ὠρέγοταν τὴν
πλάσι.
Κι’ ἀφοῦ
τὰ πάντα ἐμάσησεν κι’ οὐδὲν
ηὗρε νὰ φάῃ,
μὲ
δάκρυα κι’ οὐρλιαχτὰ
φριχτὰ τὸ κρέας του μασάει.
Σεῖς
ποὺ πεινᾶτε γιὰ
χρυσὸν καὶ δάση
χερσοτόπους,
λογιάστε
τ’ ἀντιγύρισμα στοὺς ἄφρονες ἀνθρώπους.