Ἀκόντιος καὶ Κυδίππη
ριθ΄
Ὁ Ἀκόντιος τὸν ἔκλεψε τὸν ὅρκον τῆς ἀγάπης
πρὸς τὴν Κυδίππη ὡς ἔῤῥιξεν ὁλόχρυσο κυδώνι.
Στὰ πόδια
της ἐκύλησεν, στὰ πόδια της ἐστάθη,
κι’ ἄδολα ἐκείνη ἔσκυψεν κι’ ἄδολα βάστηξέν το,
κι’ ἄδολ’ ἀνέγνωσεν γραφὴ στὴ φλοῦδα χαραγμένην,
κι’ ἄδολα
λόγια πέταξαν καὶ τῆς θεᾶς ἀμώνει:
«Μὲς στὰ ἱερά σου δώματα, Ἄρτεμι,
σοῦ τ’ ἀμώνω
τ’ Ἀκόντιου
ταίρι νὰ γενῶ καὶ γι’ ἄντρα νὰ τὸν πάρω».
Τὸν δόλο ἡ δόλια νόγησε, πέταξε τὸ
κυδώνι,
κι’ ἀπ’ ἐντροπὴ κοκκίνησεν κι’ ἀπ’ ὄργητα κορώνει,
κι’ ἀπ’ τὴν ῥωτοκατεργαριὰν ἔτρεξε
δακρυσμένη…
Ἡ κόρη ἀῤῥαβωνίζεται, χλωμὴ στὴν κλίνη ἐστρώθη,
κι’ ὁ ἀῤῥαβῶνας λύνεται, τριαντάφυλλο σηκώθη.
Δεύτερη ἀῤῥαβωνίζεται
κι’ ὁ πυρετὸς τὴν καίει,
κι’ ὁ ἀῤῥαβῶνας λύνεται, δροσίζει καὶ ῥοδίζει.
Τρίτην ἀῤῥαβωνίζεται,
χτικιὸ τὴν κατατρώγει,
κι’ ὁ ἀῤῥαβῶνας λύνεται, ἥλιος
Μαγιοῦ καὶ λάμπει.
Ἐσάστισεν ὁ κύρης της κι’ εἰς τοὺς Δελφοὺς μηνάει,
καὶ οἱ Δελφοὶ τοῦ κύρη της ἀντιμηνύουσίν του:
«Ἀπὸ τὴν Κέα κάλεσε γαμπρό σου τὸν Ἀκόντιο».
Ὅτι ἡ θεὰ τὸν ἔστρεξε τὸν ὅρκον τῆς Κυδίππης,
τ’ Ἀκόντιου
ταίρι νὰ γενῇ καὶ γι’ ἄντρα νὰ τὸν πάρῃ.
Θεά, γιατί τὸν ἔστρεξες τὸν ὅρκον τῆς Κυδίππης;
-Ἀστόχαστα
κι’ ἂν μίλησεν, ἄκριτα κι’ ἂν ἐλάλει,
μὲς στὸν ναὸ σὰν ἄμωσεν, ὁ ὅρκος δὲν ξεστρέχει.
-Μὰ σεῖς οἱ παντελήμονες, σεῖς καὶ οἱ παντογνῶστες,
καὶ δὲν ξεσυνερίζεστε ἀστόχαστα
κοράσια.
Θεά, γιατί τὸν ἔστρεξες τὸν ὅρκον τῆς Κυδίππης;
-Τοῦ νηοῦ ἡ ἀγάπη ξόβεργα, κόλλησ’ ἡ
καρδερῖνα,
κι’ ὅταν γι’
ἀλλοῦ φτεροκοπᾷ, λαβώνει καὶ πονεῖ την.
-Τὴν
λευτεριὰ κι’ ἂν ἀψηφᾷ, τ’ αὐτόβουλο ἂν δαμάζῃ,
δὲν εἶναι ἀγάπη μὰ γητειὰ ποὺ δοῦλον ἐξουσιάζει.
Θεά, γιατί τὸν ἔστρεξες τὸν ὅρκον τῆς Κυδίππης;
-Μοῖρα, γραφτὸ καὶ ῥιζικό, τύχη καὶ
πεπρωμένο,
τοῦτα τὴν ἐπροξένεψαν, τοῦτα τὴν ὑπαντρέψαν.
- Τὸ
πεπρωμένο τρίστρατα κι’ ἡ μοῖρα σταυροδρόμια,
μὰ ὁ δοιπόρος τὰ περνᾷ,
διαβαίνει τα ἀπατός του.
Θεά, γιατί τὸν ἔστρεξες τὸν ὅρκον τῆς Κυδίππης;
-Ψυχὲς
συνταξειδιώτισσες, ψυχὲς ἀστροπεράτες,
κλῆρο καὶ βιὸν ἐδιάλεξαν ζευγάριν νὰ γενοῦσιν,
πρὶν εἰς τὴν γῆ κατέβουσιν καὶ πρὶν νὰ γεννηθοῦσιν.
-Θεά, γιὰ τοῦτο ἔστρεξες τὸν ὅρκον τῆς ἀγάπης!