ριζ΄
Ἡ παγαποντιὰ τῶν καλικαντζάρων
Ἄχ, βάχ, ὠϊμέ, κι ὁλοχρονὶς
μὲ πριόνια καὶ τζεκούρια μας,
τὸ δέντρον ποὺ βαστάει τὴ γῆς
πελεκοπριονίζαμεν·
κοντὰ θὰ τὸ κρημνίζαμεν
τῶν Χριστουγέννω ἀνήμερα,
καὶ πρίχου ἡ γῆς πλακώσει μας,
βγαίναμεν τῆς παραμονῆς.
Δώδεκα ἡμέρες, βρὲ παιδιά,
τί ζαβολιές! Πειράγματα!
Τί νυχτοπερπατήματα!
Κλεψιὲς καὶ μαγαρίσματα!
Στῶν καλκαντζάρων τοὺς χοροὺς
σκιάζαμεν τοὺς περαστικούς,
κι ὣς πετεινὸς λαλήσει τρίς,
τσιγκλούσαμεν ὁλονυχτίς.
Κι ὡς ἁγιαζόταν τὰ νερὰ
τῶν φώτων καὶ τῶν φωτισμῶν,
- ὤ τρισαλὶ καὶ συμφορά -
στὸν κάτω κόσμ’ ὀγλήγορα
πηδούσαμεν, κυλούσαμεν
κ’ οἱ κακομοίρηδες γοερὰ
«Ἔθρεψε τὸ δεντρὶ κορμόν!»
τὸν ὀδυρμὸ ἐκινούσαμεν.
Πολλὰ χολιάστη ὁ βασιλιάς:
«Νερὸ νὰ πιεῖ ποιός δύνεται
σὰν εἶναι τρύπιος ὁ κουβάς;»
Στὶς φάρες στέλνει μπουγιουρντὶ
κ’ εὐθὺς μάζωξι ἐκάλεσεν
πασῶν τῶν καλικάντζαρων·
ὁμοῦ πλέμπα κ’ εὐγενικούς,
πρώτους καὶ παρακατιανούς.
«Ὦ κακομούτσουνη γενιά,
ὁλοχρονὶς πριονίζουμε,
τῶν φώτων θρέφεται ὁ κορμὸς
κι ἂχ μαρτυροῦμ’ αἰώνια·
θαρρέψτε, φτάνει ὁ γδικιωμός!
Κάποια σοφὰ τελώνια,
τὴ γῆς πῶς νὰ κρημνίσουμε,
μ’ ὁρμήνεψαν παγαποντιά».
«Ὤωω!»
Τότες ὅλοι ἐθαύμασαν,
μὰ
ὁ ῥήγας ἔσκουξεν: «Σιωπή.
Ποιοί
ἀπὸ ἐσᾶς οἱ διαλεχτοὶ
ὡς
ἄνθρωποι νὰ ζήσετε;»
«Ἴιι!»
Φρούμαξαν καὶ μάνισαν,
μὰ
ἦτον ἅγιος ὁ σκοπός,
τῆς
γῆς ὁ κατακρημνισμός!
Κ’
ἔτσι πολλοὶ ἐφάνησαν.
Στὴν
ἀνθρωπότη ἐσκόρπισαν,
σ’
ὅλους τρυπῶσαν τοὺς λαοὺς
φουσσάτο
ἀνέγνωρο, κρυφόν·
μὰ
τοὺς ἐπείραζεν τὸ φῶς,
κ’
ἐψάχναν μέρη ἀνήλιαγα,
στοές,
χαμώγια σκοτεινά,
κι
ἀγάλια ὑφαῖναν στοὺς καιροὺς
διχόνοιες
καὶ ξολοθρεμμούς.
Ὀφίκια
ἁρπάξαν καὶ τιμές,
γίναν
ῥηγάδες σεβαστοί,
μινίστροι
καὶ βουλευταριόν,
καὶ
μεγαλοπαπαδαριόν,
μὰ
κι ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος,
τῆς
μάσας, τοῦ οἰνοπνεύματος,
καὶ
ζουρναλίστες μαχητές,
τοκογλυφοχρηματιστές.
Κι
ὡς ξεύρουν καὶ τὸ συνηθοῦν,
σὰν
τὰ γκουβέρνα ἔπιασαν,
βάλαν
μπρὸς τέχνες πονηρές·
κόψαν
τὶς ῥίζες τῶν λαῶν,
τὸν
κόσμο ἐκάμαν παρδαλὸν
καὶ
τ’ ἄνομα χρίσαν πρεπά,
καλόν,
κακὸ ἀνακάτωσαν
κ’
εἶπαν τὰ λογικὰ ζουρλά.
Μὰ
πάνω ἀπ’ ὅλα πόλεμος
καὶ
ξαναματαπόλεμος
κ’
ὕστερις πόλεμος ξανά,
ξεριζωμοί,
ξευτελισμοί,
ῥημάγματα
καὶ χαλασμοί,
μόχθος,
ξαναχτισίματα,
καὶ
μαῦρος βιὸς μ’ ἀπανθρωπιὲς
καὶ
κρίσεις οἰκονομικές.
Κι
ἀρχίσαν δάκρυα νὰ κυλοῦν,
καὶ
τῶν ψυχῶν ἡ καταχνιὰ
πηχτὴ
ἀντάρα ὅλ’ αὔξαινε,
βάρυνε
ὁλάκερη τὴν γῆ·
καὶ
τῶν δακρυῶν οἱ ποταμοὶ
τὸ
χῶμα ἐπότιζαν γοργὰ
κ’
ἡ γῆς, σφουγγάρι, ἐφούσκωνεν
καὶ
γένονταν πολλὰ βαρειά.
Πνιχτογελᾶ
ὁ βασιλιάς:
«Ἀδέρφια
σίμωσε ὁ καιρὸς
κ’
εἰς μιὰ χρονιὰ μελλούμενη
μὲ
τόσον βάρος, νὰ τραφεῖ
δὲν
θὰ προκάμει ὁ κορμὸς
κ’
ἡ γῆς κομμάτια θὰ γενεῖ
μὲ
πάταγον καὶ σαματά,
γι’
αὐτὸ παληόσκυλα δουλειά.
Πὸ
κάτω ἡ πλέμπα ἂς πελεκᾶ,
κ’
εἰς τ’ ἁψηλὰ τ’ ἀρχοντολόϊ
χαλάστε
τους, λιανίστε τους,
φοροχαρατσομπῆχτε
τους,
γάργαρα
δάκρυα νὰ κυλοῦν
καὶ
τὰ στερνὰ σὰν στραγγιχτοῦν
θὰ
πάει τὸ σχέδιο μας ῥολόϊ,
κ’
ἡ νέα τάξις ξεκινᾶ!»
Φίλοι,
δὲν ξεύρω νὰ τὸ εἰπῶ
ἂν
μὲς στὸν κάταστρο οὐρανὸ
ἐπλάστηκαν
κι ἄλλοι λαοὶ
πλιὸ
τετραπέρατα μωροὶ
ἀπὸ
τοὺς καλικάντζαρους.
Οἱ
μὲν θὰ καταπλακωθοῦν
κ’
οἱ δὲ θὰ γκρεμοτσακιστοῦν
κι
ἅπαντες θέλει ἀπολεσθοῦν.
Διῶχτε
λοιπὸν τοὺς μουλωχτούς,
ἀφέντες
κουτοπόνηρους,
μινίστρους
καὶ βολευταριόν,
κι
ἀμήν, τραγοπαπαδαριόν,
ἀπνεύματους
τοῦ πνεύματος
καὶ
ζουρναλίστες χλευαστές,
τραπεζοφραγκοπειρατὲς
κι
ὅλο τὸ καλικαντζαριὸν…
Καλὴ
χρονιά! Καλὲς γιορτές!