Τὸ
σπαθὶ τοῦ Πύῤῥου
(Ψυχὴ
καὶ ἀτσάλι)
ριϚ΄
Μὲ
ποιά δεξιότη ἀλάθευτη, ποιά τέχνη γητεμμένη,
ποὺ
ἐδούλευαν ἡρώων σπαθιὰ
παραμυθένια γένη,
μ’
ἀργάστη καὶ μ’ ἀνέστησεν
σφυριοῦ - ἀμονιοῦ
ἡ πάλη·
ποιό
ξόρκι, σὰν μ’ ἐβάφτιζαν, ἀδιάλυτο
εἶχαν ψάλει;
Λαὸν
δάμασ’
ἀρίφνητον, ὀχτροὺς
ὅμοιους ληοντάρια,
καὶ
ἁρμαθιὲς ἀπόστειλα
στὸν Πλοῦτο παλληκάρια·
τοὺς
ὀβολοὺς σοῦ
αὐγάτισα, Χάρο περαματάρη,
κι’
ἡ δίψα ἐσβήστη τῶν
Κηρῶν, μερώθ’ ἡ λύσσα τοῦ
Ἄρη.
Στῆς
Περσεφόνης τὸν δρυμὸ
κάποτε σὰν πατήσῃς,
τὸν
Μαμερτῖνον γίγαντα νὰ βρῇς,
νὰ τὸν ῥωτήσῃς,
ποὺ
τὸν Ἀητὸ ἀντροκάλεσεν,
θρασὺς καὶ φαντασμένος,
κι’
ὡς ἥσκιος στοὺς
ἀσφόδελους πλανιέται χωρισμένος!
Κι’
ἐκεῖνος θέλει ἀποκριθῆ:
«Χέρι, σπαθὶ ὡς
κραδαίνει,
κάτω
ἀπ’ τὸν ἥλιον μαγικὸ
τρανώτερον δὲν δένει,
παρὰ
ὡς ἀτσαλωθῇ ἡ ψυχὴ
καὶ ψυχωθῇ τ’ ἀτσάλι,
κι’
ὡς σάρκα ἡ φλόγα τῆς
καρδιᾶς τὸ μέταλλον θὰ
πάλλῃ».