ριε΄
Ῥεσάλτο
Στὴν πόλι μας ἐπλάκωσεν δρολάπι μανιασμένο,
ἐβούρκωσεν ἀποσπερίς, μεσάνυχτα καὶ βρέχει,
σμεῖξαν τ’ ἀγέρι κ’ ἡ βροχὴ κι ἀφηνιασμένα δέρνουν.
Δέρνουν καράβια τρίκροτα καὶ ἀχαμνὰ καΐκια,
δέρνουν τὶς ῥοῦγες τῶν φτωχῶν κι ὁσπίτια τῶν ἀρχόντων,
τῆς κεφαλῆς τὰ μέγαρα, τὸ κάστρο στὸν λιμνιώνα,
δέρνουν τρουλοκαμπαναριά, σταυρούς,
ταφομνημούρια.
Τὰ
καλντερίμια χείμαρροι καὶ οἱ ἀλάνες βάλτοι,
μήτε φωνὴ στὰ τρίστρατα καὶ φῶς εἰς τὰ χαγιάτια,
μόνε φωτίζουν οἱ ἀστραπὲς καὶ κλαίει τ’ ἀνεμοβρόχι.
Καὶ μέσα εἰς τὸ κρασοπωλειόν, στὴν φουμιστὴ ταβέρνα,
δὲν εἶναι μπόρα καὶ βροχήν, ἡ στιὰ γλυκὰ πυρώνει,
ἔρχονται, πᾶνε οἱ
γέμορφες, κερνοῦν τοὺς χαροκόπους,
μὲ μπροῦσκα, μὲ γλυκόπιοτα, παληὰ καὶ γιοματάρια,
γυρνοῦν
πανέρια τὰ ψωμνιά, τὰ φουρνιστὰ
κοψίδια,
καὶ
μυρωδάτος ὁ καπνὸς ἀπ’ τὰ τσιμπούκια βγαίνει.
Κ’ ἕνας ἐπρωτοκίνησεν κι ὅλοι
σειριὰ ἀφηγιοῦνται.
Ἄλλος φηγιέται γι’ ἀερικά,
γιὰ λάμιες καὶ γιὰ μόρες,
ἄλλος γυρεύει θησαυροὺς κι ἄλλος τοὺς δένει μάγια,
κι ἄλλος
ταξίδια ἱστορεῖ καὶ θαύματ’ ἀπ’ ἀλάργου.
Γεῖς τῶν συντρόφων λέγει τους: «Ἐγὼ νὰ τραγουδῶ σας.
Δὲν
τραγουδῶ γι’ ἀερικὰ καὶ θαύματ’ ἀπ’ ἀλάργου,
μὸν τὸ ῥεσάλτο τραγουδῶ, ποὺ ἐποῖκαν παλληκάρια,
κλέφτες καὶ πρωταρματολοὶ καὶ πολεμαφεντάδες
ποὺ ἐτρέμαν οἱ κουρσάτορες καὶ οἱ γενιτσὰρ ἀγάδες».
Κι ὅλοι
τότες ἐσώπασαν, στὴν τάβλα του γυρίσαν!
Κ’ ἐκεῖνος κούπα γιόμισεν, κρασὶν ὀλίγο ἐγεύτη,
κ’ ἐταίριασεν
τὴν λύρα του, τραγουδιστὰ
διηγιέται:
- Στῆς
Βόνιτσας τὴν ἀμμουδιὰ μιὰ λάντζα περιμένει.
Ποιούς ἔχει γιὰ τὸ πέραμα; Γιὰ μπάρκο ποιούς νὰ πάρει;
Στρατιῶτες
κοντοζύγωναν, σολδάτοι Βενετσιάνοι,
μισοὶ δεξιά,
μισοὶ ζερβὰ κ’ οἱ αἰχμάλωτοι στὴν μέσι.
Γυμνοὺς τοὺς πᾶνε ἀπ’ τ’ ἄρματα καὶ στὰ σκοινιὰ ντυμένους.
Μήτε γιὰ Τοῦρκοι φαίνονται, μήτε Φραγκολατίνοι,
μὸν ἀπ’ τὸ θώρι φαίνονταν Ἕλληνες ἀντρειωμένοι.
Σύρθηκα κάτω ἀπ’ τὰ κλαδιά, χώθηκα στ’ ἁρμυρίκια,
νὰ τοὺς γνωρίσω σὰν περνοῦν, νὰ ἰδῶ τους σὰν κοντεύουν,
κι ὡς
πέρναγαν κι ὡς κόντευαν, εἶδα τοὺς καπετάνιους.
Τὸν
βλάχο ἀπὸ τὰ Γιάννενα, τὸν Ἀγγελὴ Σουμίλα,
κι ἀπ’ τὴν Κατούνα ἐγνώρισα τὸν Πάνο
τὸν Μεϊντάνη,
καὶ τὸ μικρὸ Χορμόπουλον ἀπ’ τ’ Ἄγραφ’ ἀκλουθάει.
Στὴ λάντζα
τοὺς ἐκάθισαν, γιὰ τὴν
γαλέρα λάμνουν,
δεμένους τοὺς ἐμπάρκαραν, δεμένους τοὺς
συντάξαν,
δεμένους τοὺς κατέβασαν στὰ
μουχλιασμέν’ ἀμπάρια,
νὰ ὑπάγουν τους στὴν
Βενετιά, τοὺς κλέφτες νὰ δικάσουν.
Τὸ Ἰόνιο ἐβάλαν πρύμνη τους, τὸ
Μοντενέγκρο πλώρη,
τὴν
Δαλματία ὡς ξάνοιγαν ἐπέσαν σὲ
καρτέρι,
τὸν
πηγαιμὸ τοὺς ἔφραξεν μιὰ φούστα πὸ τ’ Ἀλγέρι:
«Γαλέρα δῶθε δὲν περνᾶς, πέρα δὲν ἀρμενίζεις,
τὸν Ἅγιο Μάρκο ξέχνα τον, τὴν
Βενετιὰ λησμόνα.
Γαλέρα μαϊνάρισε, στὴν μπάντα νὰ πλευρίσω,
νὰ πάρω
τοὺς εὐγενικοὺς γιὰ τὰ χρυσὰ τζεκίνια,
νὰ πάρω
καὶ τοὺς ταπεινούς, στοὺς
πάγκους ν’ ἁλυσώσω».
Καὶ ἡ γαλέρα ἐφρύαξεν, φαρμακερὰ ποκρίθη:
«Φούστα δὲν
παραδίνομαι, φούστα δὲν μαϊνάρω,
τὸν Ἅγιο Μάρκο δὲν ξεχνῶ, στὴν Βενετιὰ ἀρμενίζω,
νὰ φύγω
παραμέρισε, στάσου καὶ πολεμῶ σε».
Ῥίχν’ ἡ γαλέρα μιὰ φωτιά, τὸ πέλαγο
καπνίστη,
κ’ ἡ φούστα
δυὸ τῆς ἔριξεν καὶ κρύφτη ἀπὸ τὰ νέφη.
«Κουπιά μου ἄλλο μὴ λάμνετε, λατίνια κατεβεῖτε,
κάλλιον δοῦλοι στὰ κάτεργα, κάλλιον χαλκὰ στὰ πόδια,
παρὰ στὸν ἄμμον τοῦ βυθοῦ, νὰ μᾶς δειπνοῦν τὰ
ψάρια».
Οἱ αἰχμάλωτοι ἀκουρμαίνονταν στὰ μουχλιασμέν’ ἀμπάρια,
ναυτόπουλον ἐθώρησαν, στὰ φωναχτὰ ῥωτοῦσιν:
«Πόλεμος ἄναψε,
μωρέ, μὲ τόπια καὶ μὲ βόλια;
Τάχα φουρτούνα δέρνει μας, τὸ πλοῖον νὰ βουλιάξει;
Βροντάγει καὶ ταρακουνᾶ κ’ ἡ
μπούλμπερη μᾶς πνίγει,
ναυτόπουλε μολόγα μας, χανόμεθα γιά ζοῦμε;»
«Ἀλιά
μας, ἐπιαστήκαμεν τῶν
μπαρμπαρέσων πρέζα!»
Τότε ὁ
Μεϊντάνης μίλησε, στὸν ναύτην ὁρμηνεύει:
«Μήνα τοῦ κυβερνήτη
σου νὰ μᾶς ἐλευθερώσει
πριχοῦ
σιμώσουν οἱ ὀχτροὶ τ’ ἄρματα νὰ μᾶς
δώσει,
στὰ χέρια
νὰ τὰ παίξουμε, νὰ τὰ ζωστοῦμε πάλι,
νὰ
θαλασσομαχήσουμε τοῦ πέλαου τὸ τσακάλι.
Κι ὅσα τ’ ἀργάστη ὁ διάολος, καλὸς θεὸς δὲν στρέχει,
κι ἂν θέλει
το κι ὁμογνωμεῖ, στὸν
πόλεμον συντρέχει».
Ἔτρεξε τὸ ναυτόπουλον, τὰ λέει τοῦ κυβερνήτη,
κι ὁ
κυβερνήτης ἔστερξεν, τοὺς κλέφτες λευτερώνει
καὶ τ’ ἄρματα, ὁποὺ
κράταγεν, μὲ τὸ γοργὸν γυρίζει,
κ’ εὐθὺς στὰ χέρια ὡς τά ’παιξαν κι ὡς τὰ ζωστῆκαν πάλι,
ἀρματωμένοι ἔμορφα στοὺς ἥλιους ἐφανῆκαν,
κι ἀπόμερα ἡσύχαζαν, τὴν φούστα νὰ προσμένουν.
«Σίμωσε φούστα, σίμωσε, στὴν μπάντα νὰ πλευρίσεις».
Κροτάει ξερὴ μιὰ μπαταριά, πλαγιάσαν τρεῖς
λεβέντες!
Μ’ ἀλαλαγμοὺς πετάχτηκαν, μὲ
πιστολιὲς πηδῆξαν,
καὶ μὲς στὴ φούστα ὡς πάτησαν τὶς σπάθες τους γυμνῶσαν,
τοὺς
μυσαροὺς κουρσάρηδες λεπίδι νὰ
περάσουν.
Κόβει Ἀραπάδες
ὁ Ἀγγελὴς καὶ Τούρκους ὁ Μεϊντάνης,
κόβει καὶ τὸ Χορμόπουλον σωρὸ τοὺς Μαυριτάνους.
Κ’ οἱ
Βενετσιάνοι ὡς νόγησαν στὸ φονικὸ
λιοντάρια,
τὸν
λιόντα στὴν παντιέρα τους, τὸν
φτερωτό, ντραπῆκαν
κ’ ἐθάρρεψαν
κ’ ἐκάρδιωσαν: «Τ’ ἄρματα
στὴν κουβέρτα»,
κ’ εἰς τὸ ῥεσάλτο χύθηκαν, στοὺς
κλέφτες καταπόδι.
Σκίζουν τζεκούρια, κροῦν σπαθιά, στιλέτα στιλετώνουν,
γεύονται σάρκα οἱ κονταριές, σφυρᾶ καυτὸ μολύβι,
κ’ οἱ
μπαρμπαρέσοι στρώνονται μὲ γένεια ματωμένα.
Καὶ ὁ ῥεῒς ἐσκιάχτηκεν, προστάζει τοὺς
λεβέντες:
«Λεβέντες ῥίχτε τὰ σπαθιά, τὸν βιόν σας λυπηθεῖτε,
κάλλιον δοῦλοι στὰ κάτεργα, κάλλιον χαλκὰ στὰ πόδια,
παρὰ στὸν ἄμμον τοῦ βυθοῦ, νὰ μᾶς δειπνοῦν τὰ
ψάρια».
Βροντῆξαν
χάμω τὰ σπαθιά, τὴν κεφαλὴ
κρεμάσαν,
κ’ οἱ Βενετοὶ ὡς ἀλάλαξαν, τὴν ὄψιν
τους ἐχάσαν.
«Καράβια δυὸ ἀγνάντεψα κ’ εἰς τὸν λιμνιώνα μπαίνουν,
γαλέρα Βενετσιάνικη σέρνει φούστ’ ἀπ’ τ’ Ἀλγέρι,
θρήνους μακρόθεν ἀγροικῶ, Βερβέρικες κατάρες,
κι ὁ
κυβερνήτης συντροφιὰ μὲ τρία παλληκάρια».
Μετὰ ὁποὺ ξεμπάρκαραν καὶ γῆς ὅταν ἐπιάσαν,
ὁ κυβερνήτης ἔπεμψε γραφὴν τῆς γερουσίας.
Μ’ ἔμορφα
λόγι’ ἁπλώνει τα, καλλίγραφα ξηγᾶ τα,
τὶς ἀντρειωσύνες ἱστορεῖ, παινέματ’
ἀραδιάζει,
καὶ τοὺς αἰχμάλωτους Γραικοὺς
βγάζει πολεμιστάδες.
Τ’ ἀνέγνωσεν
ἡ γερουσιά, τ’ ἀνέγνωσεν
κι ὁ δόγης,
τὰ
κρίματα τοὺς σχώρεσαν, κατηγοριὲς τοὺς σβῆσαν,
κι ἀπ’ τὰ κιτάπια ξέγραψαν τὰ ποὺ καταλαλοῦσαν.
Κτήματα τοὺς ἐχάρισαν κι ὀφίκια ζηλεμένα,
κ’ εἰς ὄχθρητες μελλούμενες βοηθοὺς τοὺς λογαριάζαν.
«Ποιοί ’ναι οἱ Γραικοὶ ποὺ
σάλπαραν στ’ ἅη Μάρκου τὴν ἀρμάδα
κ’ εἰς τὰ συμβούλια φαίνονται τ’ ἀρχόντου
Μοροζίνι,
κάστρα κ’ ἐνέργειες μελετοῦν καὶ σηκωμοὺς γυρεύουν;»
«Ὁ βλάχος
ἀπ’ τὰ Γιάννενα, ὁ Ἀγγελὴς Σουμίλας
καὶ τῆς Κατούνας ὁ ἀητός, ὁ Πάνος ὁ Μεϊντάνης,
καὶ τὸ μικρὸ Χορμόπουλον ἀπ’ τ’ Ἄγραφ’ ἀκλουθάει.
Κλέφτες καὶ πρωταρματολοὶ καὶ πολεμαφεντάδες
ὁποὺ ὁ δόγης τοὺς τιμᾶ καὶ σέβονται οἱ δουκάδες,
ποὺ
τρέμουν οἱ ῥεΐζηδες καὶ οἱ γενιτσὰρ ἀγάδες…» -
Τέτοια νὰ λέει δὲν χόρταινε, ὣς νὰ μερώσ’
ἡ μπόρα,
ἡ ὁμήγυρις στὸ καπηλειόν, στὴν φουμιστὴ ταβέρνα.
Κ’ ἡ στιὰ γλυκὰ ἐπύρωνεν κ’ οἱ γέμορφες κερνοῦσαν,
τὰ μπροῦσκα, τὰ γλυκόπιοτα, παληὰ καὶ γιοματάρια,
καὶ
μυρωδάτος ὁ καπνὸς ἔβγαιν’ ἀπ’ τὰ
τσιμπούκια,
κι ἀπ’ ὄξ’ ὅλα τὰ ἔδερνε δρολάπι μανιασμένο,
κ’ ἦσαν
βουβὰ τὰ τρίστρατα κι ἄφωτα τὰ χαγιάτια,
κ’ ἤλαμπαν
μόνον οἱ ἀστραπὲς κ’ ἔκλαιε τ’ ἀνεμοβρόχι.