Τὰ δώδεκα λαγωνικὰ
ριδ΄
Βούκινο
νά ’χω μαγικό, σὰν τὸ
φυσῶ, σιμά μου,
δώδεκα
νά ’ρχωνται στοιχειά, πιστὰ λαγωνικά μου.
Νὰ
ξαμολνιοῦνται, ν’ ἀλυχτοῦν,
ν’ ἀγρεύουσιν εἰς τόπους
ποὺ
φυόνται εἰς ἄφιλες ψυχὲς
καὶ χαλαστὲς ἀνθρώπους.
Νὰ
ξετρυπώνουν
στὲς μονιὲς κακὲς
βουλὲς καὶ σκέψεις,
καὶ
νὰ ξεσκίζουν τὰ θεργιὰ
ποὺ κρύβου οἱ δόλιες λέξεις.
Δοξάρι
νά ’χω μαγικό, σαγίττες νὰ
σκαλίζω,
στοῦ
ἥλιου τὸ φῶς νὰ
τὶς βουτῶ, μὲ
φῶς νὰ τὶς ποτίζω.
Νὰ
σαγιττεύω στὴν χωσιὰ
τοῦ μάταιου τ’ ἄγρια σμήνη,
δρακόντους,
ὄρνεα κι’ ὕαινες, τῶν
πεθυμιῶν τὰ κτήνη.
Μὲ
φῶς νὰ φαρμακώνωνται, νὰ
τρέχουν τὰ ζαγάρια,
νὰ
φέρνουσι στὰ πόδια μου στερφῶν
παθῶν κουφάρια.
Νά
’χω καὶ κάστρο νὰ κρεμῶ,
τοιχοβαλσαμωμένες,
λογιῶ
δαιμονοκεφαλές, καρδιὲς ξεστρατισμένες.
Νὰ
βλέπω, νὰ
θιαμαίνωμαι τὸ πῶς
κατέντησάν τη
τὴν
ἀνθρωπότη ὡς τύλιξαν σ’ ἀβύσσου
τὸ πλεμμάτι.
Νά
’χω καὶ τοὺς συντρόφους μου, στὴν
στιὰ ἀποκαρωμένους,
παγάνες
νὰ ὀνειρεύωνται καὶ
ῥόγχους ματωμένους.