ριγ΄
Ὁ βιγλάτωρ
Ἀπάνω εἰς τὸ λευκὸ χαρτὶ μαῦρο μελάνι ἁπλώθη,
μελάνι βάφτη ὁ οὐρανὸς κ’ ἡ μέραν ἐνυχτώθη.
Τῶν προμαχώνω ἀναμεσὶς οἱ ἀγέρηδες σουρίζουν,
βροντοῦν πορτοπαράθυρα, φλάμπουρα πλανταγίζουν.
Τὰ δέντρη ἐγυμνώθησαν, φύλλα χρυσὰ σκορποῦσιν,
κ’ οἱ μαῦροι μὲς στοὺς στάβλους των μὲ νεῦρον χλιμιντροῦσιν.
Στάλες ἀριές, στάλες βαρειές, ἐνότισεν τὸ χῶμα,
κι ἀπὸ τ’ ὀλίγον ἄνοιξε τῶν οὐρανῶν τὸ πῶμα.
Αὐλάκια καὶ νεροσυρμές, μὸν χαλασμὸς γροικιέται,
κι ἀπ’ τῆς βροχῆς τὸν σάλαγον ὁ ἀχὸς τοῦ τόπου σβηέται.
Κάτω στὸν κάμπ’ ὁ ποταμὸς φουσκώνει, κατεβάζει,
θεργιὸν στοῦ κάστρου τὴν ποδιὰν ἀφρίζει κι ἀνταριάζει.
Γδέρνει τὲς ἀκροποταμιές, τὲς καλαμιὲς βουρλίζει,
ἐθόλωσέν του τὸ νερὸ κι ὡς δράκοντας μουγκρίζει.
Κι ἀντίπερα κι ἀντίνακρα τῶν ἄπιστων οἱ τόποι,
τῶν Σαρακήνων τὰ χωριά, μωαμέτηδες ἀνθρῶποι.
Κι ὅλα ὁ βιγλάτωρ τὰ τηρᾶ κ’ εἰς τὸ κοντάριν γέρνει,
στὴν κάπα του μαζεύεται, βροχὴ νὰ μὴ τὸν παίρνει.
Πότε τοῦ νοῦ του χάνεται καὶ πότε στ’ ἀγριοκαίρι,
τὸν πόλεμον ἀνιστορεῖ ποὺ ἐκάμαν καλοκαίρι.
Φουσσάτα καὶ μονόκουρσα στὴν χώραν ὅπου ἐμπαῖναν
κ’ οἱ ἀκρίτες, σὰν ἀγερικά, κατόπι τοὺς ἐπαῖρναν.
Κι ἀγέλες ὡς ἐσκόρπιζαν, τὸ κοῦρσος νὰ γυρέψουν,
τῶν χαραμήδων ῥίχνονταν σειριά, νὰ μακελέψουν.
Κ’ ὕστερα ὁμάδι ἐχύνονταν, πού ’σαν τσαντιρωμένοι,
κ’ οἱ ἀμηράδες στὰ φαριὰ ἐφεῦγαν ντροπιασμένοι.
Κ’ οἱ Ἀραβίδες σκιάζονταν τ’ ἀκριτικὰ λεοντάρια
μὲ τετραπίθαμα σπαθιά, μὲ τρεῖς ὀργυιὲς κοντάρια.
Σὲ τέτοια ὁ νοῦς δρασκέλαγεν, στῆς βίγλας τὸ πατάρι,
- καὶ μὲς στὴν μπόρα ἐγυάλιζεν τὸ γκρίζο δυναμάρι -
κ’ ἤλεγεν «Θέλημα θεοῦ ἡ Ῥωμανία νὰ μείνει,
τῆς Πόλης τὸ κηφηναριὸν ἂς τρώγει καὶ ἂς πίνει.
Τὸ μῆλον πέρα ἀπ’ τὴ μηλιὰν καμμιὰ φορὰ κυλάει,
τῶν μισανθρώπων ἡ γενιὰ φιλάνθρωπη γεννάει.
Μόνο ἡ ἐλπίδα μὴν χαθεῖ κι ὁ κόσμος νὰ κρατιέται,
κι ὁ ἀνθὸς ὁ μοσχομύριστος στὴν κοπριὰ βαστιέται».
Ἡ Ῥωμανία ἐπέρασεν, πάρθη καὶ καταλύθη,
τῶν ἀκριτῶν τὸ πάλεμα δὲν ἀπολησμονήθη.
Χρόνοι, καιροὶ κ’ ἔτη πολλὰ κ’ αἰῶνες στοὺς αἰῶνες,
κάστρο ἄπαρτο θ’ ἀντροκαλεῖ τοὺς Ἕλλενους σ’ ἀγῶνες.
Ὅτι καὶ τώρα στὲς καρδιὲς μαῦρο μελάνι ἁπλώθη,
μισάνθρωπο κηφηναριὸν στὸν κόσμον ἐτρανώθη
καὶ χαραμῆδες γιόμισεν κ’ ἡ μέραν ἐνυχτώθη.
Ὁ βιγλάτωρ
Ἀπάνω εἰς τὸ λευκὸ χαρτὶ μαῦρο μελάνι ἁπλώθη,
μελάνι βάφτη ὁ οὐρανὸς κ’ ἡ μέραν ἐνυχτώθη.
Τῶν προμαχώνω ἀναμεσὶς οἱ ἀγέρηδες σουρίζουν,
βροντοῦν πορτοπαράθυρα, φλάμπουρα πλανταγίζουν.
Τὰ δέντρη ἐγυμνώθησαν, φύλλα χρυσὰ σκορποῦσιν,
κ’ οἱ μαῦροι μὲς στοὺς στάβλους των μὲ νεῦρον χλιμιντροῦσιν.
Στάλες ἀριές, στάλες βαρειές, ἐνότισεν τὸ χῶμα,
κι ἀπὸ τ’ ὀλίγον ἄνοιξε τῶν οὐρανῶν τὸ πῶμα.
Αὐλάκια καὶ νεροσυρμές, μὸν χαλασμὸς γροικιέται,
κι ἀπ’ τῆς βροχῆς τὸν σάλαγον ὁ ἀχὸς τοῦ τόπου σβηέται.
Κάτω στὸν κάμπ’ ὁ ποταμὸς φουσκώνει, κατεβάζει,
θεργιὸν στοῦ κάστρου τὴν ποδιὰν ἀφρίζει κι ἀνταριάζει.
Γδέρνει τὲς ἀκροποταμιές, τὲς καλαμιὲς βουρλίζει,
ἐθόλωσέν του τὸ νερὸ κι ὡς δράκοντας μουγκρίζει.
Κι ἀντίπερα κι ἀντίνακρα τῶν ἄπιστων οἱ τόποι,
τῶν Σαρακήνων τὰ χωριά, μωαμέτηδες ἀνθρῶποι.
Κι ὅλα ὁ βιγλάτωρ τὰ τηρᾶ κ’ εἰς τὸ κοντάριν γέρνει,
στὴν κάπα του μαζεύεται, βροχὴ νὰ μὴ τὸν παίρνει.
Πότε τοῦ νοῦ του χάνεται καὶ πότε στ’ ἀγριοκαίρι,
τὸν πόλεμον ἀνιστορεῖ ποὺ ἐκάμαν καλοκαίρι.
Φουσσάτα καὶ μονόκουρσα στὴν χώραν ὅπου ἐμπαῖναν
κ’ οἱ ἀκρίτες, σὰν ἀγερικά, κατόπι τοὺς ἐπαῖρναν.
Κι ἀγέλες ὡς ἐσκόρπιζαν, τὸ κοῦρσος νὰ γυρέψουν,
τῶν χαραμήδων ῥίχνονταν σειριά, νὰ μακελέψουν.
Κ’ ὕστερα ὁμάδι ἐχύνονταν, πού ’σαν τσαντιρωμένοι,
κ’ οἱ ἀμηράδες στὰ φαριὰ ἐφεῦγαν ντροπιασμένοι.
Κ’ οἱ Ἀραβίδες σκιάζονταν τ’ ἀκριτικὰ λεοντάρια
μὲ τετραπίθαμα σπαθιά, μὲ τρεῖς ὀργυιὲς κοντάρια.
Σὲ τέτοια ὁ νοῦς δρασκέλαγεν, στῆς βίγλας τὸ πατάρι,
- καὶ μὲς στὴν μπόρα ἐγυάλιζεν τὸ γκρίζο δυναμάρι -
κ’ ἤλεγεν «Θέλημα θεοῦ ἡ Ῥωμανία νὰ μείνει,
τῆς Πόλης τὸ κηφηναριὸν ἂς τρώγει καὶ ἂς πίνει.
Τὸ μῆλον πέρα ἀπ’ τὴ μηλιὰν καμμιὰ φορὰ κυλάει,
τῶν μισανθρώπων ἡ γενιὰ φιλάνθρωπη γεννάει.
Μόνο ἡ ἐλπίδα μὴν χαθεῖ κι ὁ κόσμος νὰ κρατιέται,
κι ὁ ἀνθὸς ὁ μοσχομύριστος στὴν κοπριὰ βαστιέται».
Ἡ Ῥωμανία ἐπέρασεν, πάρθη καὶ καταλύθη,
τῶν ἀκριτῶν τὸ πάλεμα δὲν ἀπολησμονήθη.
Χρόνοι, καιροὶ κ’ ἔτη πολλὰ κ’ αἰῶνες στοὺς αἰῶνες,
κάστρο ἄπαρτο θ’ ἀντροκαλεῖ τοὺς Ἕλλενους σ’ ἀγῶνες.
Ὅτι καὶ τώρα στὲς καρδιὲς μαῦρο μελάνι ἁπλώθη,
μισάνθρωπο κηφηναριὸν στὸν κόσμον ἐτρανώθη
καὶ χαραμῆδες γιόμισεν κ’ ἡ μέραν ἐνυχτώθη.