Νόμος
γραφτὸς
ριβ΄
Χρείαν
δὲν ἔχει ὁ
ἄνθρωπος τοῦ νόμου τοῦ
γραμμένου,
σὰν
βουρκοτόπι βρωμεροῦ καὶ
τρισαποσταμένου.
Κίτρινη
λάσπη, καλαμιὲς κι’ ὀφίδια
ὅλον φαρμάκι,
δίκηον δὲν
καθρεφτίζεται μὲς στὸ
θολὸ νεράκι.
Δίκηον δὲν
καθρεφτίζεται, καρδιὲς δὲν
ξεδιψοῦσιν,
κρίματα
δὲν ξεπλένονται κείνων ὁποὺ θὰ
πιοῦσιν.
Κολλᾷ
ὁ λαὸς στὶς
ὄχθες του, βουλιάζει, τυραγνιέται,
βδέλλες
ῥουφοῦν τὸ
γαῖμα του κι’ ἀνήμπορος κυλιέται.
Μὰ
οἱ χαραμῖτες ἄρχοντες
στὴ λάσπην δὲν κολλοῦσιν,
μαρκάρουν
ξέρες καὶ πατοῦν καὶ
πόρους καὶ περνοῦσιν.
Γενηὰν ἀνθρώπων
ἄριστων νόμος γραφτὸς δὲν
σώνει,
στὸν
βράχον στέκ’ ἡ ἀρετή, στοῦ
ἕλους τὴν γῆ
βαλτώνει.