Chef d’Estradiots
ρια΄
Πέρα, στὶς Φράγκινες αὐλές, στῆς Βενετιᾶς τὶς κοῦρτες,
στρατιώτης διάγει καὶ περνᾷ, τῶν στρατιωτῶν αὐθέντης.
Στὸν πόλεμον ῥογεύεται, σ’ ἀργίαν ἀπολνιέται,
κι’ οἱ πρωτογέροι τὸν τιμοῦν καὶ γι’ ἄρχοντας περνιέται.
Καὶ σὲ μιᾶς σκόλης μάζωξιν ἔσμειξεν μὲ κυράδες,
κι’ ὡς Διόνυσος ἐφάνταζεν, μὲ σμάρι ἀπὸ μαινάδες.
Τρισεύγενα γλυκομιλεῖ, φηγιέται ἀντρειγιωσύνες,
κι’ οἱ δοῦλες νηὲς λιγώνονται κι’ οἱ ἀρχοντοποῦλες λειώνουν,
κι’ ἀνασαλεύουν οἱ καρδιὲς στὰ φουσκωμένα στήθη,
κι’ ὀπίσω ἀπ’ τὶς βεντάλιες τους γλυκογελοῦν καὶ λέγουν:
«Ἔχει δρολάπι στὴν ματιά». «Μὲ καίει, γυμνὴ λαμπάδα».
«Μνέει ἡ ἐμμορφιά του στὶς καρδιὲς ὄνειρα καὶ λιακάδα».
«Μοιάζ’ ἡ ἑλικιά του τὸ σπαθί». «Περπατησιὰ ληοντάρι».
«Τὸ σέντζιο τῆς ἀγάπης του ὡς κάστρον
νὰ μὲ πάρῃ».
Μὰ κεῖνος ἐμαραίνοταν καὶ πικροτυραγνιόταν.
-Στρατιώτη πῶς μαραίνεσαι, σὰν τὸν ἀνθὸ στὴ λάβρα;
Κουρτέσσα μὴν ἀγάπησες καὶ στέκει ψηλωμένα;
Πρωτόγερου κόρη ἀκριβὴ καὶ μονοθυγατέρα;
Ποθεῖς κοράσι τρυφερὸ τὴν φλόγα σου κι’ ἀρνήθη;
Τοῦ ἔρωτα μελιβάπτιστα ξιφάρια σ’ ἐκεντῆσαν;
-Ἡ Ἀμμόχωστος κουρσεύτηκεν, Τοῦρκοι τὴν ἐπατῆσαν!