Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος


Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος

σμη΄

Ἡ ἐμμορφιὰ ἐντὸς κρατεῖ τὸ ἦθος,
τ’ ἄναρχον, τὸ ἀνάλλαγον, τὸ αἰώνιο,
τὸ ἀπάτητο τοῦ θείου λόγου βύθος.
Δὲν ἔχει χρεία κύκλιο κι’ ὀρθογώνιο
λόγου σκουτάρι ὅπου ὁ θνητὸς ὑψώνει
σὰν μπρός του ἐφάνη ζεῦγος καταχθόνιο:
Ὁ θεριστὴς μὲ τ’ ἄτι ὅντες ζυγώνῃ
φράζεται μὲ τειχιά, δόξες καὶ νόμους,
καμώνεται τὸν ἥσκιο ὅπου πετρώνει.
Τὸ κάλλος δὲν ζητάει καιροὺς καὶ χρόνους,
χύνετ’ ἐκ τὴν ἀείῤῥοη πρωτοκρήνη
φτάνει ὥσμε τὴν ψυχὴ ἀπὸ μύριους δρόμους.
Μολεύεται ὡς κυλᾷ μὰ ὅ,τι θὰ μείνῃ,
ἀλήστου γεύσεως νέκταρ, τὸ γνωρίζει,
προσγονατίζει, ἀχόρταγη, καὶ πίνει.
Τ’ ὥρηον οὐδεὶς τοῦ Γίγνεσθαι θεσπίζει,
μήτε τοῦ κεντρικοῦ πυρὸς ἡ ἑστία,
φωτόβροχο τοῦ Ἑνὸς τὸ πᾶν ῥαντίζει.
Ἕδρες, σχολές, κατώγια καὶ γραφεῖα
ματαίως ἱδροκοποῦν νὰ τὸ μορφώσουν
μὲ μῆτρες, μανιφέστα κι’ ἄλλ’ ἀστεῖα.
Πῶς τὴν βροχὴ νὰ λιθοπεριζώσουν,
τὸ σύγνεφο πῶς ν’ ἁλυσοδαμάσουν,
κάθε ἀρετὴ ἐνέχει, τί νὰ ὀρθώσουν.
Ὄντα χτιστά, καίγονται ν’ ἀπεικάσουν
μ’ ἥσκιους μὲς στὸ ψυχρὸ σπηληοντουβάρι
τὰ αἰθέρια, καὶ τὸν οὐρανὸ ἀποτάσσουν.
Τὸ κάλλος δὲν μετριέται μὲ καντάρι,
μακρόθε ἀναβοσβήνει, θεῖος φάρος,
κι’ ὁρίζει στὴν ψυχὴ ποιὰ ὁδὸ νὰ πάρῃ.
Προμάντεμμα μιᾶς γῆς μὲ δίχως βάρος
καὶ πρωταυγὴ ὅπου δὲν θὰ στερνοδύσῃ,
περβόλι ἀμάραντο, φαντὸ στὸ θάῤῥος.
Θρασίμι ἐκεῖ δὲν μέλλει νὰ βαδίσῃ,
κεῖ αὐγάζει τὸ βασίλειο τῶν γενναίων,
κι’ εἰς κάθε ἀσχήμια ἡ πύλη εὐθὺς θὰ κλείσῃ.
Εἷς νόμος κεῖ, τῶν ἀληθῶς ὡραίων,
τῶν ὄντως ὄντων, τῶν ἀεινῦν μαρμαίρουν,
τὸ ἐκμαγεῖο ἁπάντων τῶν σπουδαίων.
Ἡ τέχνη, ὅλες οἱ τέχνες, νὰ τὸ ξέρουν,
πολιτική, καλλιτεχνία ἢ ἄλλη,
τὸ κάλλος, θεῖο σπινθῆρα, ἐντός των φέρουν.
Πότε ἀγροικήθη ἀλήθεια πλέον μεγάλη
ἀπ’ τὴν ἀλήθεια «Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος»,
κι’ ἂν δίχως το, ψεῦδος καὶ καρναβάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου