Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Γυμνογραφία


Γυμνογραφία

σμζ΄

Τ’ ὁλόγυμνο κορίτσι * τὸ ἐνώπιον τοῦ καθρέφτη
θαυμάζει τὸ κορμί της, * ῥέει κι’ ὀνειρονυφαίνει.
Ζάλευκη ὡς τὸ χιόνι, * μελαχροινὴ ὡς ἡ νύχτα,
τὸ ἁρμονικό της στῆθος * φουχτώνει κι’ ἀπομένει.
Ὀρθή, στητή, μπρός, πίσω, * τ’ ἀστρόβλεμμά της φέγγει
κάθε γραμμὴ καὶ τόπο, * κάθε ἀκρινὸ καντόνι.
Στὴν γῆ τοῦ ἀντικαθρέφτη * ὁ δαίμων καίει κι’ ἱδρώνει,
ξιφάρι πάγου-λάβρας, * σαγίττα ποτισμένη.
Κρίκος στὴν κάθε ῥῶγα, * κρίκος στὸν ὀμφαλό της,
τὸ φωτοτρίγωνό της * στὸ ἡμίφως λαμπυρίζει.
Γυμνότριχο τὸ αἰδοῖον * μὲ τοὺς χυτοὺς μηρούς της
γῆν ἄλλη τριγωνίζει * κι’ ἀχνὴ ὁδὸς τὰ ἑνώνει.
Τὸν χρόνο καμπυλώνει * ἡ ἀπόκρυφη κλεψύδρα,
μετρᾷ, γεμίζει, ἀδειάζει * τὴν ὑπερκόσμιαν ὥρα.
Τ’ ὁλόγυμνο κορίτσι * στὴν κλίνη του πλαγιάζει,
ἀνάσκελη ῥεμβάζει * κι’ ἀναγερτὴ καπνίζει.
Βράδυ, κοιμᾶται τώρα· * πύλη καὶ βένθος κι’ ὄναρ,
ἀνεδομήθ’ ἡ κτίσις, * ξέφωτο δασοτόπι.
Θωρεῖ τὸν ἑαυτό της, * σ’ ἀρχαῖο βωμὸν ἀπάνω
ἐνήδονη γυμνότης, * γύρω δαυλοὶ ἀναμμένοι.
Θαμπὰ τὰ πρόσωπά των, * ἀνέγνωροι ἄντρες, ξένοι,
ζευγάρια χέρια πλήθια * λαίμαργα τὴν ἀγγίζουν.
Κάθε γραμμὴ καὶ τόπος, * κάθε ἀκρινὸ καντόνι
ξάφνου σκουριὰ καὶ πέφτει, * νηὰ σάρκα ἀναδυέται.
Ἡ ἁγνότης καταλυέται, * τραβιοῦνται ὁμοῦ τὰ χέρια,
γύρω οἱ δαυλοὶ σβησμένοι, * μὰ ἐρωτοστράφτει μόνη…
Τοῦ πρωινοῦ οἱ ἥσκιοι, * χέρια ἡλιοκαμμένα,
ἀντρίκεια, φλεβιασμένα *  γαλήνια τὴν θωπεύουν.
Πλέον ὁ χρησμὸς ἐδόθη, * τὸ κάλλος δικαιώθη,
στοῦ ἔρωτος τὴν θέρμην * μέταλλο ὑγρὸ θὰ λειώσῃ.
Στῆς πείρας τὸ ἀμόνι * θὰ τὸ ἀργάσουν σφῦρες
ἡρώων καὶ σατύρων· * σπάθη χρυσῆ νὰ λάμψῃ.
Καὶ σφίγγει τὸ κορίτσι * στὰ στήθη τὸ σεντόνι·
κεῖνο πίνει τὴν ἅψι, * τὴν δρόσο καὶ τὸ μύρον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου