Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Γιὰ σένα (Περίπατος)


Γιὰ σένα (Περίπατος)

σμδ΄

Πές μου, θερμοπαρακαλῶ, μίλα μου, σ’ ἱκετεύω.
Εἶμαι σπασμένο ἄγαλμα μπρὸς στὰ γυμνά σου πόδια,
εἶμαι πατάρι σκοτεινὸ στὶς φωτεινές σου γρίλιες,
φόβος διαβάτη ἔρημου στοῦ δειλινοῦ τὴν ὥρα.
Ὅταν στραγγίζ’ ἡ ὕστατη βαθύχρωμη πορφύρα
τῆς πόλεως ὁ ἀλλόκοτος ἀχὸς μὲ περιζώνει,
φαντάζει πέρ’ ἀλαργινὴ ἡ ἀχτῖδα τῆς αὐγῆς σου.
Ὁ Ἄρης μπαίνει στὸν Σκορπιό, ῥώμη βουτᾷ στὰ πάθη,
βουβὸς στὴν γῆ στυλώνομαι καὶ ἀτενίζω τ’ ἄστρη,
κι’ ὅλ’ ἡ φωτιά των σύγκορμη δὲν καίει ὡς τοῦ κορμιοῦ μου.
Σπιθοβολῶντας φλέγομαι, σύμπαν ἀκέρηο λάμπω,
καὶ διαστέλλομαι γοργὰ κι’ ἀστροπορῶ γιὰ σένα.

Κατηφορίζω τὴν Συγγροῦ, πατῶ τὴν Ἐγνατία,
δὲν εἶναι γύρω κτήρια, μήτ’ ἅμαξες κι’ ἀνθρῶποι,
μόνον περβόλια μυστικὰ κι’ ὀνειροκῆποι μίλια,
θολοὶ κι’ ἀποβροχάρηδες μὲ μονοπάτια γέμουν.
Στὶς ἄνορες ἐκτάσεις των πόρτα ξεκρίνω μία.
Κυρία, ὑποδέξου με! Κυρία, ἄνοιξέ μου!
Νὰ περατώσω τὴν ψυχὴ στὴν σάρκινή σου ἀγκάλη.
Ἰδού, νεκρὰ σωριάζονται τ’ ἄλογα τῶν αἰώνων,
κι’ ἰδού, οἱ λόγχες τοῦ κακοῦ ἐπλέξαν μ’ ἀνθοσμάρια,
ἥλιος μόλις μ’ ἐθώρησε τὸ ἡλιακό σου βλέμμα.
Βράχος ἤμουν ἀδέσποτος καὶ ἄνυδρος πλανήτης,
κι’ ὅλο γεμίζ’ ὠκεανούς, δασώνομαι γιὰ σένα.

Δὲν ντρέπομαι ὁλόγυμνος στὰ μάτια σου νὰ μείνω,
δειλοὺς ὁ ἔρως δὲν τιμᾷ καὶ ντροπαλοὺς δὲν στέργει,
κι’ ἂν θέλῃς χάσου, σβῆσε με, φεύγα, λησμόνησέ με.
Μὲς στὸ κελλί μου τ’ ἀχαμνὸ καίγει τὸ μονοκέρι
κι’ ὁ ἥσκιος μου σὰν φάντασμα τὸν ἥσκιο σου γυρεύει,
νὰ σμείξουν μπρὸς στήθια γυμνά, πίσω στὶς πλάτες χέρια.
Ἐδῶ σιωπή, ἐδῶ θανή, τοῦ κάτω κόσμου στάχτη,
σκαλίζω ἐντός της ποιήματα, σκάλιζε τὴν ἀγάπη,
κι’ ἄλλο ῥηγᾶτον ἄπαρτο στὴν στάχτη δὲν φυτρώνει.
Κισσὸς μὲ φύλλα κόκκινα κι’ ὁ οὐρανὸς δακρυώνει,
πίνω ἀπ’ τὸ ποτήρι μου τοῦ Βάκχου πύρινο αἷμα,
ἐλπίδα ὁμοῦ μ’ ἀπόγνωσι θὰ ὀνειρευτῶ· γιὰ σένα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου