Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Ἡ περόνη τῆς ἀθανασίας


Ἡ περόνη τῆς ἀθανασίας

ΙΙ

Σοῦ ἔτυχε ποτὲ νὰ ἔχῃς τραβήξει τὴν περόνη καὶ νὰ κρατᾷς σφιχτὰ στὴν φοῦχτα σου τὴν χειροβομβίδα; Καὶ ἐνῷ τὴν κρατᾷς νὰ νιώσῃς σχεδὸν ἀνεπαίσθητα καὶ ἄνευ βεβαιότητος, γιὰ μία καταραμένη στιγμή, πὼς σοῦ ξέφυγε τὸ δάχτυλο ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια; Καὶ τὰ δευτερόλεπτα ν’ ἀρχίσουν νὰ μετροῦν καὶ νὰ γνωρίζῃς ὅτι ἀπὸ τὸ 4 καὶ μετὰ ἴσως ὅλα τελειώσουν… Καὶ ἡ σκέψις σου νὰ ἐκραγῇ καὶ νὰ τρέχῃ μὲ ἀσύλληπτη ταχύτητα σὲ χιλιάδες πράγματα. Καὶ ν’ ἁπλώνεται στὸν χρόνο καὶ τὸν χῶρο σὰν κῦμα ὁποὺ ἡ γοργότητα τοῦ φωτὸς ὁμοιάζει μπροστά του μ κινησία.
     Παρακάτω στὴν θητεία του, σὲ μιὰν ἄλλη μονάδα, ὁ λοχίας  καθόταν στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο τοῦ γραφείου του ἀπολαμβάνοντας τὸ στερνὸ ἡλιόφως τῆς δύσεως, ὅπως ἔβρεχε τοὺς ὀπωρῶνες μὲ τὶς ῥοδακινιές. Ἄναψε τσιγάρο καὶ κάπνιζε, ἀναστοχαζόμενος τὸ περιστατικό. Πρῶτα τὸ ἀστεῖον τοῦ πράγματος. Εἶδε ὡς τρίτος τὸν ἑαυτό του νὰ φωνάζῃ «Μοῦ ἔφυγε, τὴν ῥίχνω!» καὶ τὸν ἀνθυπολοχαγὸ δίπλα του «Ἰδέα σου εἶναι, κράτα την», καὶ φυσικὰ τὸ μέγα πλῆθος γαλλονιῶν, ἀστεριῶν καὶ φλογῶν νὰ βουτᾷ πανικόβλητο στὸ χιόνι. Χαμογέλασε! Ὅμως ἐκεῖ, ὁ μὲν νοῦς στὸ χιόνι τὰ δὲ μάτια στὸ δείλι, ἄρχισε νὰ κατανοῇ τὴν ἀθανασία. Ὅτι δηλαδὴ ἡ πραγματικὴ ἀθανασία, ὅθεν ἡ ἀληθινὴ ὕπαρξις, ἡ ὁποία φέρει τὸν νοῦ σὲ ἀπόλυτη, πλήρη ἐλευθερία, δὲν εἶναι τὸ ἀπεριόριστον τοῦ χρόνου ἀλλὰ ὁ ἐκμηδενισμὸς τοῦ χρόνου. Καὶ ὅσον ὁ χρόνος συῤῥικνώνεται ὁ νοῦς καλπάζει καὶ ξεδιπλώνεται μὲ τέτοιες πρωτόφαντες δυνάμεις ὁποὺ φαντάζει κάποιου εἴδους θεός. Καὶ ὅταν ὁ χρόνος δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον τότε μόνον ὁ νοῦς θὰ ὑπάρχῃ, ἀληθῶς ὁ κύριος, καὶ θ’ ἀστράφτῃ σὲ ὅλο του τὸ μεγαλεῖο! Ἡ σχέσις ἀντίστροφη. «Ἄ!» εἶπε σβήνοντας τὸ τσιγάρο, «Δὲν θέλω νὰ ζήσω γιὰ πάντα, ὄχι, ἀλλὰ νὰ σκορπίσω παντοῦ στὸ πάντα, κρυμμένος μέσα σὲ μιὰ στιγμή». Καὶ ἔκτοτε προσπαθεῖ νὰ παίζῃ μὲ τὸν χρόνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου