Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Ὁ τραγουδιστὴς



















Διασκευὴ πεζοῦ ποιήματος
τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου

Εἰς μνήμην

Ἡ πόλις εἶναι ζάλευκη, ἡ πόλις εἶν’ πανώρηα,
ἡ πόλις γέμει μέγαρα, παλάτια μαρμαρένια,
φεγγοβολοῦν τὰ μέγαρα κι’ ἀστράφτουν τὰ παλάτια,
κι’ ὄρη ἁψηλὰ περζώνουν την, βουνὰ τοῦ παραδείσου.
Ἥλιος λάμπει κατάχρυσος, περιπατεῖ τὴν πόλι,
θωρεῖ τὰ ὄρη τρόγυρα καὶ μέσα τὰ παλάτια,
θωρεῖ τὲς πόρτες σφαλιστές, κλειστὰ τὰ παραθύρια,
ψυχὴ μιὰ δὲν ἐθώρησε, νὰ εἰπῇ «Καλὴν ἡμέραν».
Φωτίζει ὁδοὺς κι’ ὀδύρεται καὶ τρίστρατα καὶ κλαίγει,
κι’ ἄλλοτες ὅταν ἔλαμπε πολλοὶ καλημερίζαν,
κι’ ἡ πόλις χαίρετο χαρὲς κι’ ἑγιώρταζε γιορτάσια,
καὶ τώρα κεῖται πάντερμη κι’ ὁμοιάζει νεκρωμένη.
Πνεῦμα Κακὸν ἐπέρασε, Πνεῦμα Κακὸν ἐφάνη,
καὶ τὴν χαρὰ ἐμαρμάρωσε κι’ ἐσβῆσαν τὰ γιορτάσια,
κι’ οἱ ἀνθρῶποι ἐμανταλώθηκαν, στὰ σκότη ἐκλειστῆκαν,
κι’ ἁλυσωθῆκαν οἱ ψυχὲς μὲς στὰ νεκρὰ κορμιά των.

Ξάφνου ἡ σιωπὴ ἀκροῤῥιγεῖ κι’ ἡ σιγαλιὰ ἀναδεύτη,
σαλεύει τοῦ Ἥλιου ἡ νηνεμιά, φῶς ἀνακυματίζει,
κι’ ἕνας τραγουδιστὴς περνᾷ κι’ ἔρμες ὁδοὺς διαβαίνει.
Κάτω πάγει ὁ τραγουδιστὴς κι’ ἀπάνωθέ του ὁ Ἥλιος,
κάτω γελᾷ ὁ τραγουδιστὴς κι’ ἀπάνω κλαίγει ὁ Ἥλιος,
κι’ ὅλον γελᾷ, περιγυρνᾷ, καὶ λέγει τραγουδῶντας
«Ὦ λυγερὸν σπαθάκι μου, ὦ κοφτερὸν σπαθί μου».
Ποιός νά ’ναι; Πόθεν ἔφτασε; Καὶ ποιόν σκοπὸ κατέχει;
Τοῦ Ἔρου εἶν’ διαλαλητής, τοῦ Ἔρου μαντατοφόρος.
Ὁ Ἔρως ὁ ἐρωτεύεται κι’ ὁ πάντα ἐρωτευμένος
ῥωτεύθη ὅλες τὲς ψυχές, ῥωτεύθη ὅλη τὴν πόλι,
τὴν πόλι τὴν βουνοστεφῆ καὶ μαρμαροχτισμένη,
κι’ ἔπεμψε τὸν τραγουδιστή, γιὰ νὰ τὴν ἐξυπνήσῃ.
Ξαρμάτωτον δὲν πέμπει τον, τοῦ ’δωκεν καὶ δυὸ δῶρα,
δύναμιν ἀκατέλυτη, δύναμι νικηφόρα,
κι’ ἕν’ ἀδαμάντινο σπαθί, σπαθὶ τῆς Ἐμμορφίας,
ποὺ κόβει ὅλες τὲς ἅλυσες καὶ μάγια ξεμαγεύει,
κι’ ἀρματωμένον πέμπει τον, τὴν πόλι νὰ ἐξυπνήσῃ.

Καὶ τὸ λοιπὸν περιγυρνᾷ, τὲς ῥοῦγες παίρνει ἀράδα,
δὲν παύει τὸ περιπατεῖν, τὸ τραγουδεῖν δὲν παύει,
κι’ ἔχει φωνὴ γλυκύτατη, φωνὴ τρανοκαθάρια,
καθάρια ὡσὰν κρηνόνερο, γλυκειὰν ὡς τ’ ἀνθομέλι.
Περνᾷ τὲς πόρτες σφαλιστές, κλειστὰ τὰ παραθύρια,
κι’ οἱ ἁλυσωμένες οἱ ψυχὲς μὲς στὰ νεκρὰ κορμιά των
νιώθουν λόγια γλυκύδωρα, γροικοῦν τὴν μελῳδιά της·
κι’ ὡς ἡ ὥρηα Σουλαμίτιδα ταράχθη τρίσβαθά της,
κεντᾷ ἔρως τὰ σπλάχνα των, δονεῖ τὰ σωθικά των.
Καὶ μιὰ καὶ δυὸ εἰς τὴν ἀρχήν, πλῆθος κι’ ὅλες κατόπιν,
σηκώνονται ἀπ’ τὸν θάνατο, πετάγονται ἀπ’ τὸν ὕπνο,
τὰ παραθύρι’ ἀνοίγουν τα, πόρτες ξεμανταλώνουν,
καὶ μετὰ πόθου χύνονται στὸ φῶς νὰ τὸν ἰδοῦνε…
γυρεύουν, ποῦ τραγουδιστής, γροικοῦνε, ποῦ τραγούδι.
Δὲν εἶναι πλειὸν τραγουδιστὴς καὶ μήτε καὶ τραγούδι,
ἀμ’ εἶναι οἱ ψυχὲς ὀρθές, στὸ ἡλιόφως ξυπνημένες,
τὰ παραθύρια ὀρθάνοιχτα κι’ οἱ πόρτες λιολουσμένες,
ψυχὲς στὸ Φῶς ἐλεύθερες, στὸ Φῶς ἐρωτευμένες.


Σχέδιο ἀπὸ φωτογραφία: Πέτρος Ροῦμπος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου