Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Στὴν Λίζα


Στὴν Λίζα

σιϚ΄

Ὁ χρόνος ἒν ἡ κλίμακα, ὁ χρόνος ἒν ἡ σκάλα,
γεννιέσαι καὶ πρωτοκινᾷς κι’ ἄρχεσαι τὸ ἀναβαίνειν,
καὶ μήτε δύνεσαι σταθῇς, μήτε ν’ ἀργοδιαβῇς την,
μήτε καὶ νὰ πισωστραφῇς, νὰ μπροστοδρασκελίσῃς·
καὶ ὅπου ἐσκαλοβάτησες ῥαγίζει καὶ κρημνιέται,
κι’ ὅλην περνᾷς την ἀστανιόν, ἀθέλητα περνᾷς την,
ὣς τὸ στερνοπλατύσκαλον, τὴν χαίνουσα τὴν πόρταν.
Θάνατος ἒν τὸ πέρασμα, θάνατος ἒν ἡ πόρτα,
γεννιέσαι καὶ πρωτοκινᾷς κι’ ἄρχεσαι τὸ ἀναβαίνειν,
κι’ ἔνε πολλά, Λιζοῦλα μου, τὰ πορτοσκαλοπάτια,
κι’ ἔνι μακρὺς ἀνήφορος ὁ δρόμος οὐρανόσε·
ὅτ’ εἴμεθα τοῦ οὐρανοῦ, ψυχὴ ἐκ τὴν ψυχήν του
καὶ τὴν ψυχὴν ἣν ἔδωκεν ὀπίσω τήνε θέλει,
κι’ ἔχει τὸν χρόνο σκάλα της, σιμά του γιὰ ν’ ἀνέβῃ.
Σὲ καὶ τὴν ἀδελφοῦλα σου πρῶτα σκυλιά μου εἶχα,
ὁποὺ ἀνεβήκαμεν ὁμοῦ λίγα τὰ σκαλοπάτια,
ἀμὴ πολλὰ σὲ ἠγάπησα, σ’ ἐλάτρεψα περίττου,
κι’ ὥσμε τὴν πόρταν σ’ ἀγαπῶ, θαῤῥῶ καὶ παραπέρα·
ὥσμε τὸ σκαλοκέφαλον ποὺ ὁ χρόνος καταλυέται,
καὶ πλειὸν πόρτα δὲν φαίνεται, νηὰ σκάλα δὲν περνιέται,
κι’ ἒν ὅλο ἁπλάδες καὶ δροσιὲς καὶ φῶς ὁποὺ δὲν σβηέται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου