Δρολάπι
ρϞη΄
Στὴν
κλίνη κεῖμαι ἀναγερτός, ῥεμβάζει
ὀρθὴ στὸ
τζάμι,
μὲ
τὸ δρολάπι χαίρεται, βλέπει τ’ ἀνεμοβρόχι,
μὲ
τὸ κορμί της χαίρομαι, τὸ ἐρωτικὸ
δρολάπι,
κι’
ὥρα πολλὴν ἔξω θωρεῖ
κι’ ὅσο θωρεῖ θωρῶ
την.
Κείνη
θωρεῖ νεροσυρμές, γὼ αὐλάκια τοῦ
κορμιοῦ
της,
κείνη
τὲς στάλες στὸ γυαλί, τοῦ
ἱδρῶτος γὼ
τὲς στάλες,
κείνη
τὸ δάσος τὸ κρουστό, γὼ
τῶν μαλλιῶν τὸ
δάσος,
κείνη
τὸν κόσμο τὸν ὑγρό, γὼ
τὸν ὑγρό της κόσμο,
κείνη
μυρίζει τὴν βροχὴ
κι’ ἐγὼ σάρκα γυναίκεια,
γὼ
καίγομαι καὶ τὴν καλῶ,
βουβὴ στυλώνει κείνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου