Εἰς τὸν ἄρνα
ρπε΄
Ὁ ποὺ κακουργεῖ * πάντα κακὸς δὲν μένει.
Πότ’ ἀγαθουργεῖ, * πότε συννόμως πράττων
τάχα ἡσυχάζει.
* (Στὰ τρίσβαθά του ἀργάζει
ὕβρεις κι’ ὄχθρητες, * ἐκμαυλισμοὺς κι’ ἀπάτες,
κι’ ὀλέθρους
ζητᾷ, * νὰ θρέφῃ τὴν ψυχή του.
Τέτοια ἡ φύσι του.)
* Τὸ κρῖμα ὅμως δικό σου
καὶ τὸ πταίσιμον, * ἀμνός, ἂν λογαριάζῃς
κύνα τὸν λύκο,
* τὸν λέοντα γατοῦλα,
τὸν
πολιτικὸ * τῶν λαῶν ὑπηρέτη.
Ἄκουσον, γρούζει, * στράφτ’ ἡ ματιὰ τοῦ κτήνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου