Τὸ σπαθὶ καὶ τὸ δρεπάνι
ρνβ΄
Στὴν
Ἰολία
Κάλεσε τὸν ὑγιόκαν του ὁ Διγενὴς σιμά
του
κι’ ἐχούφτωνε
βαρὺ σπαθὶ κι’ ἄδραχνε καὶ δρεπάνι,
κι’ ὁλόρθα τὰ ἐσήκωνεν καὶ τά ’δειχνεν τοῦ ἀγούρου.
Ἀτσάλινο ἦτον τὸ σπαθί,
σίδερο τὸ δρεπάνι,
κι’ ἀστραφτερὸ ἦτον τὸ σπαθὶ καὶ γκρίζο τὸ δρεπάνι,
κι’ ἔμμορφον
κι’ ἴσιον τὸ σπαθί, γαμψὸ ἦτον τὸ δρεπάνι,
καὶ
σκαλισμένο τὸ σπαθί, γδυμνὸ ἦτον τὸ δρεπάνι.
Κι’ ὁ Διγενὴς ἠρώτησεν μετὰ πονηροσύνης:
«Ὑγιέ μ’
ποιός ἒν ὁ δέσποτας; Ποιός ἒν ὁ ὑπηρέτης;»
Καλοστοχάστη ὁ ἄγουρος νὰ δαχτυλοδιαλέξῃ:
«Δρεπάνι νὰ ἒν ὁ δέσποτας, σπαθίον ὁ ὑπηρέτης;
Σπαθίον τάχα ὁ δέσποτας, δρεπάνι ὁ ὑπηρέτης;
Οὐδείς,
κύρη μου, ὁ δέσποτας, οὐδεὶς κι’ ὁ ὑπηρέτης,
μόνε συντρόφοι, ξύμμαχοι, τῆς προκοπῆς ἀργάτες.
Τό ’να κερδίζει τὴν ζωήν, τ’ ἄλλο τοῦ ὀχτροῦ χαλνάει.
Τό ’να αὐγαταίνει
πλούτια, βιὸν καὶ τ’ ἄλλο τὰ φυλάει.
Τό ’να θερίζει τοὺς καρπούς, τ’ ἄλλο
θερίζει δάκρυ.
Τό ’να χαρίζει τὴν τιμή, τ’ ἄλλο τήνε βλεπίζει…»
Ἐσταύρωσεν ὁ Διγενὴς σπαθὶ μὲ τὸ δρεπάνι.
«…κι’ ὅσον ὁμοῦ παλεύουσιν, ἡ λευτεριὰ γεννιέται…»
Ἐχώρισεν ὁ Διγενὴς σπαθὶν ἀπ’ τὸ δρεπάνι.
«…κι’ ὅντες ἀνάντια περπατοῦν ἡ ἀσκήμια βασιλεύει…»
Βροντογελᾷ ὁ Διγενὴς καὶ ὁ πέργερος τραντάχτη
καὶ
θηκαρώνει τὸ σπαθὶ κι’ ἐζώστη τὸ δρεπάνι
κι’ ἔπαιξε
κι’ ἀνεκάτωσε τὴν κεφαλὴ τοῦ ὑγιοῦ του.
«Θύρα, κλινάριν καὶ σκεπὴν ὄνομα ἔχουν σπίτιν,
τὸν γεωργὸν πολεμιστὴν γνωρίζουν τον ἀκρίτην.
Σὰν τὸν Ἀνταῖον ὁποὺ ἡ γῆς ἄτρωτο τόνε φτειάνει,
ἀκαταγώνιστα σπαθιὰ μᾶς θρέφει τὸ δρεπάνι.
Τὸ
σύντροφοι δοξάζει τα, τὸ χώρια τ’ ἀτιμάζει,
τό ’να εἰς τὸ κοῦρσος καταντᾷ, τ’ ἄλλο ἡ σκλαβιὰ ῥημάζει».