Τὸ σονέττο τοῦ Βολκὼφ
ρλϚ΄
Τσακάλια
καὶ ἀλεποῦδες
κι’ ἀγριοσκύλοι
κι’ ὕαινες
παρδαλὲς καὶ ἀγέλη
λύκοι,
σ’
ἀρχαίους καιροὺς παλεῦαν
γιὰ τὴν νίκη,
τίνος
πλειὸ
ἀρχοντικὰ λαλοῦν
τ’ ἀχείλη.
Τσακάλια
καὶ ἀλεποῦδες
πῶς βελάζαν!
Κι’ ἀστεῖα
πνιχτογαυγίζαν οἱ ἀγριοσκύλοι!
Κι’ ὡς γροικηθῆκαν
οἱ ὕαινες… ῥεζίλι!
Καὶ
οἱ λύκοι ὤ… τί μακρόσυρτα π’ οὐρλιάζαν!
Ἀμ’ ληόντας τις, παρέκει,
γλαρωμένος,
πολλὰ
ἀπ’ τὸ σκυλολόϊν ποὺ
ἐνωχλήθη
πριχοῦ
ἀποκοιμηθῇ, ἅπαξ,
βρουχήθη.
«Σωπᾶτε,
ἀδέρφια, ληόντας! Μὴ ἀλυχτᾶτε,
κι’ ἀμῆτε,
στὴν μονιά του κάθε γένος,
κι’ ἀγάλι, ὡσὰν
γατοῦλες νὰ πατᾶτε».