Ἡ μαγικὴ καμάρα
ρϚ΄
Ποιός
μάντεψεν τ’ ἀχνάρι της, στ’ ἀμποδεμένα
μέρη,
κι’
ἀντρειώθη, στὸ κατώφλι της, τὸ
ξόρκι νὰ προφέρῃ,
πού,
μὲ νυχτέρια καὶ χορούς, ξωθιὲς
τό ’χουν κεντήσει,
ποιός
νὰ τὸ βρῇ,
νὰ μᾶς τὸ
εἰπῇ, ποιός νὰ
τὸ μαρτυρήσῃ;
Περικοκλάδες
καὶ κισσοί, ἀνάρηα, τὴν
σκεπάζουν,
καὶ
δυὸ ληοντάρια πέτρινα στὸν ἥσκιο της
πλαγιάζουν,
σὲ
στρῶμα ἀπὸ
δεντρόφυλλα, ῥοδινοχρυσωμένα,
κι’
εἶναι ἀπὸ μαῦρον
μάρμαρο κι’ ἡ φλέβα της μελένια.
Κι’
ὁ ποὺ μισέψῃ,
ἀπόκοτος, στὸ στοιχειακὸ
βασίλειο,
ποὺ
τρέμουν ἄστρη ἀνέγνωρα, μὲ
ξένο αὐθέντην ἥλιο,
στὸ
θαυμαστὸ κι’ ἀμάραντο, ζωὲς
μύριες θὰ ζήσῃ…
τὸ
ξόρκι, ποιός νὰ μᾶς τὸ
εἰπῇ, ξωθιὲς
πό ’χουν κεντήσει;