Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Ἰχθύες


Ἰχθύες

σνδ΄

Στὸ γαϊδουράκι ὁ χωρικός, γυρνᾷ δείλι ἀπ’ τ’ ἀμπέλια,
καβαλλαραῖον ἔσμειξε, σοφὸ κι’ ἐξακουσμένο.
«Καλὴν ἑσπέραν, σεβαστέ, τιμὴ γιὰ τὸ χωριό μας!»
«Καλῶς σὲ βρῆκα, ἀδελφέ, ποῦ ἀρχόντοι νὰ κονέψω;»
«Θωρεῖς τ’ ἀκρόκορφο πυργὶ ποὺ τὸ χωριὸν ἡσκιάζει;
Κεῖ κατοικεῖ ὁ πρωτόγερος, φιλεύει τοὺς πισήμους».
«Θωρῶ καὶ τὸ χαμόσπιτο, κατάνακρα στὴν λάσπη».
«Κεῖ ζοῦν κοράσι κι’ ἄγουρος, ἀδέρφια κι’ ὠρφανέψαν,
ψωμὶ δὲν ἔχουν, μήτε βιός, κι’ ὁ κόσμος τὰ λυπᾶται».
«Ἀπ’ τὸ κρασί σου κέρνα με, μέχρι νὰ βγοῦνε τ’ ἄστρη,
κι’ ἔπειτα ὅπου θὰ κρίνῃς το κεῖ ὁδήγα καὶ κονεύω».
Ἀπόρησε μὰ ἐπέζεψαν, πίνουν ὣς νὰ νυχτώσῃ,
κι’ ὁ μάγος τότε τοῦ ἔσκισε τὰ πέπλα τοῦ ἀλλοκόσμου…
Βλέπει ἀπ’ τὰ σπίτια τοῦ χωριοῦ φριχτὸς λαὸς διαβαίνει,
ἔγνοιες, θανατολύπησες, χρέη, ἔρωτες, ἀῤῥώστιες,
κι’ ἔμπαινε στὸ χαμόσπιτο τὸ τρομερὸ φουσσᾶτο.
Καὶ ἄλλο πάλιν ἔβγαινε, μὲς στὸ χωριὸ σκορποῦσε,
πίστις, ἀγάπη, ἀνεμελιά, θάῤῥος, ἐλπίς, συμπόνια,
κι’ οἱ ῥοῦγες φῶτα ἐγιόμιζαν κι’ ὅλα τὰ σπίτια ἐφέγγαν.
Θωρεῖ καὶ κλαίγει ὁ χωρικός, κλαίγει, τοῦ μάγου λέγει.
«Σήκω νὰ πᾶμε, σεβαστέ, ξεύρω τρανοὺς ἀρχόντους!»
Χτυποῦν κι’ ἀνοίγουν δυὸ παιδιά, πέρασε τὸ κατώφλι,
κι’ ἄκουγες γέλια ὁλοβραδίς, φωνοῦλες καὶ τραγούδια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου