Κόρον δ' οὐχ εὗρον ὀπωπῆς ΙΙ
ρνδ΄
Κάποια
πανώρηα λυγερὴ
τὸν ἥλιον ἀγαποῦσε·
στὸν
ἄμμον λύνει τὰ μαλλιά, στὸν
ἄμμον ἐγυμνώθη,
στὸν
ἄμμο ἀνάερα πλάγιασε, στὸν
ἥλιον φανερώθη.
Στάχυ
χρυσὸ τὸ χνούδι της καὶ
μπροῦντζο τὸ κορμί της,
κι’ ὁ βασιληὰς
δὲν χόρταινε τὴν κόρη νὰ
βιγλίζῃ,
κι’ ἐχαμογέλα
κι’ ἔφεγγε λαμπρύτερ’ ἀπ’ τὰ
πρῶτα.