Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

SUKKUBUS

SUKKUBUS

σπϚ΄

«ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις.»
Ἀποστόλου Παύλου, Πρὸς Ἐφεσίους 6,12

Νυχτοσκοτείνια ἐπέπλωσεν κι’ ἀστρολειβάδ’ ἡπλώθη,
τοῦ δρόμου ὁ σάλος ἔπαυσεν καὶ σιγαλιὰ ἐκυβέρνα,
νὰ κοιμηθῇ κλινόγειρεν μὰ δι’ ὅλου δὲν νυστάζει,
βιβλίο ἐκλέγει, ἀνέγνωθεν, ποίησιν κι’ ἐμελέτα.
Ὁ λύχνος φέγγει τὸ κελλίν, φῶς κεχριμπάριν πλέει,
τὰ ὀμμάτια στίχους περπατοῦν, ὁ νοῦς τοὺς ζωγραφίζει,
ὡσότου ὅλως κορμολυθῇ καὶ βλεφαροσφαλίσῃ.
Πρῶτ’ εἰς τοῦ λύχνου τὴν μεριά, εἰς τὸν μπερντὲ παρέκει,
ὀκάτιν ἀκροθώρησεν ποὺ ἄμορφον ἡσκιοδιάβη,
κεῖ γοργοστράφη νὰ ἰδῇ καὶ πρᾶμμα οὐδὲν νὰ εἶδεν,
μὲς στὸ βιβλίον ἐγύρισεν κι’ ἐνυχτομελετοῦσεν.
Πάλ’ εἰς τοῦ λύχνου τὴν γωνιά, εἰς τοῦ μπερντὲ τὸν τοῖχο,
ὀκάτιν ἀκροθώρησεν ποὺ ἡσκιομορφὴ ἐδιάβη,
κι’ εἴδωλο ᾐσθάνθη γυναικός, χωρὶς νὰ τὴν ξεκρίνῃ.
Ὀλίγον ἐστοχάσθη το, γοργῶς τὸ ἀπελησμόνει,
κι’ εἶπεν «Ἔνι τὸ διάβασμα, τῶν ὀμματιῶν ὁ μόχτος»,
βιβλίον τὸ ἐπαράτησεν καὶ τὸ λυχνάριν σβήνει,
σύρνει τὸ κλινοσκέπασμα, στὸν ὕπνον ἐβυθίσθη.
Κατόπιν ὄνειρα θωρεῖ κι’ ὀνειροτόπους τρέχει,
ζῇ ἐρώτων ὑπνοφαντασιές, θέατρο ἀγάπης βλέπει,
χάος ἦσαν δίχως νόημα κι’ ἐπαῖζαν δίχως τάξιν. 
Ἔλαβεν ῥεῖθρο τ’ ὄνειρον, ἐτράπ’ εἰς ἀφροδίσιον,
καὶ πλέον ἔκαμ’ ἔρωτα, μαυρομαλλοῦσα σμείγει,
τὴν πάνω ἐφόρει κόκκινα, τὴν κάτω γυμνωμένη,
ὥσπου τοῦ ἐκόπ’ ἡ ἀναπνοιὰ κι’ ἐξ ὕπνου ἐτινάχθη.
Ηὗρεν τὸ σῶμα του γυμνό, τὴν στῦσι πέτρ’ ἀτόφυα,
κι’ ἐπαλινδρόμα ὡς ἄψυχος, κερένια ὁμοιάζει κοῦκλα,
λὲς κι’ ἦτον παίγνιον μιανῆς ποὺ ἐντός της τὸν ἐτράβα.
Ἠπόρησεν, ἐσάστισεν, καὶ δέσμιος ἐκινεῖτο,
κι’ ὁ τρόμος ῥέει ποταμός, ντροπῆς πελάγη ἀφρίζουν,
τὴν κυριότη του ἀνακτᾷ, τὴν πρᾶξι εὐθὺς τελεύει,
καὶ κράζει τ’ ὄνομα «Χριστός», κι’ ὅλα τὰ φῶτ’ ἀνάπτει.
Αὐγίζει, μεσημέριασεν, κι’ ἄθυμος ἐκαθότουν,
κι’ ἔνιωθεν τσούξιμο ἀλαφρύ, σὰν κόρη νὰ ἐκοιμήθη.
Ὅλα τὰ ἐσκέφθη κι’ ἤφερεν κι’ ἐκλωθογύρισέν τα,
κι’ ἐπῆρεν το κατάκαρδα δυὸ εἰσβολὲς νὰ πάθῃ,
τὴν μίαν εἰς τὸν οἶκον του, τὴν ἄλλ’ εἰς τὸ κορμίν του.
Καὶ προσευχήθη τοῦ θεοῦ τὴν ἀνομιὰ νὰ γράψῃ,
κι’ ἐν κόσμῳ οὐκ ἔνι χείριστον, ἡ ἐρωτικὴ μαγεία·
κι’ ἤξευρε τὰ πῶς πράττουσιν, πῶς τὸ κακὸν ποιοῦσιν,
νῦν γίνονται, συνέβησαν, κι’ εἶχεν πολλὰ διαβάσει.
Θρυλεῖ τα κι’ ἡ παράδοσις, δείχνει ἐραστὲς δαιμόνους,
π’ ἀνθρώπου ἰκμάδα τρέφονται καὶ τὴν ζωὴν στραγγίζουν,
κι’ ἂν ἴσως τέτοια ἐγένοντο διάφορη γνώμη ἐκράτει:
Τ’ ἀκάθαρτα τὰ πνεύματα, τὰ φύσει ἀμποδεμένα,
κουρσεύουν θύμησες τοῦ ἀντρός, μορφὴ γυναίκεια χτίζουν,
μ’ ὄψιν γνωστὴ ποὺ ἐπόθησεν ἢ μ’ ἄγνωστη νὰ θέλγῃ,
καὶ ὀνειροπλαγιάζουν τον, τὸν σπόρον νὰ τοῦ κλέβουν.
Κι’ ἔπειτα παίρνουν ὄψι ἀντρός, γυνὴ ὀνειροκοιμοῦνται,
τὸν σπόρον ῥίχνουν μέσα της, τέκνον ἵνα συλλάβῃ,
στὴν πρᾶξι ἅμα γητεύουν τον, τὸ ἔμβρυον κυριεύουν.
Τέτοιους ἀργάζονται σκοπούς, ἀτοὶ ἑαυτοὺς γεννοῦσιν,
ἐκ τῆς ἀβύσσου ν’ ἀναβοῦν, τὲς ἅλυσες νὰ λύσουν,
ὡς σὰρξ τὸ ἡλιόφως νὰ γευτοῦν, ἐπὶ τῆς γῆς νὰ ζήσουν,
τοῦ Λόγου χλεύη νὰ βιωθοῦν, τὴν ὕβριν νὰ κηρύσσουν.


Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

Εἰς τὸ οἰνοπότηρον

Εἰς τὸ οἰνοπότηρον

σπε΄

Τὸ περιβόλιν ἔσκαβα, ποτήριον εὑρῆκα.
Ξερόχωμα εἰς τὰ τείχη του κι’ ἀμοῦχλα κατακάθιν,
πλεμμάτι χόρτα ἡ σκέπη του κι’ οἱ μέρμηγκες ἀράδα.
Τοῦ ἡλιοῦ ἀντὶς ὑψώνω το, κατάγερον μοὶ ἐφάνη.
Νὰ πίνω θὰ κρατήσω το, ξέχειλα ἱνὰ γιομίζω,
μ’ ὕδωρ, σαπούνι νὰ πλυθῇ κι’ οἶνος ἐντὸς νὰ λάμψῃ.
Ψυχή, νὰ γένῃς παστρικιά, κατόπιν Λόγον κέρνα.


Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

Τὸ Μέγα Τεῖχος (Ἡρακλέους – Βορείου Στεφάνου)

Τὸ Μέγα Τεῖχος
(Ἡρακλέους – Βορείου Στεφάνου)

σπδ΄

Εἰς ἄβυσσο π’ αὐγάζει ἀχνὰ καὶ ῥέουν αἴγλης σκοτάδια,
στὸ βόρειον ἡμισφαίριον τῆς ἀστρικῆς νυχτιᾶς,
στὸ ἀλάργα κοσμογίγνεσθαι, σ’ ἄβυθα ὀρφνὰ πηγάδια,
τὸ Μέγα Τεῖχος χύνεται, γέμει ἀχτιδοβολιᾶς.

Κεῖ γαλαξίες στρέφονται, σμάρια σμαριῶν μελίσσια,
καὶ νηόφαντ’ ἄστρη σκᾶν λαμπρὰ καὶ φέγγουν πανταχοῦ,
κι’ ἄλλα ἐσωκαταῤῥέουν βαριά, γυρνᾶν αἰώνια πίσσα,
κι’ εἶναι θάμματ’ ἀρίφνητα κι’ ἄψαυστα τοῦ μυαλοῦ.

Κι’ ἂν ἤθελες νὰ ὑπάγῃς το, ν’ ἀρχίσῃς το ὣς τὸ τέλος,
καὶ μονοπάτι ἐκάτεχες, στὰ ἔνδον μὴ χαθῇς,
κι’ ἂς ἵππευες φῶς ἄυλον, κάλπαζες φωτοβέλος,
θὲς μύρια ἑκατομμύρια χρόνους κεῖθεν νὰ βγῇς.

Κι’ ἵπταται ὑπερτιτάνιον, θωρεῖ τὸ αἰθέριον στρῶμα,
κρατεῖ στὰ χάη τοῦ Παντὸς κι’ οὐκ ἔνι πλέον τρανό!
Μ’ ἂν φτειάξωμε νηοὺς ὀφθαλμοὺς κι’ ἰδοῦμε πέρ’ ἀκόμα,
ἴσως φανῇ τ’ ἀσύλληπτον πὼς εἶν’ ἀστεῖα μικρό.

Ὦ Ἄναξ! Τὸ ἐποίησας ὁ νοῦς μου δὲν βαστᾷ το…
μὰ Σὺ ἀγαπᾷς τὴν Μάννα σου ὅσο ἀγαπᾷς τὸν Σατανά.
Τί νὰ Σὲ εἰπῇ τὸ τίποτε, Σὺ τ’ ἄπειρον χωρᾷς το·
ἀπ’ ἔξω μένω σιωπηλὸς καὶ ψέλνω ἐντός μου «Ὡσαννά!»