Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

The House of Judgment


 









Πεζὸ ποίημα τοῦ Ὄσκαρ Γουάιλντ


Καὶ ἐγίνη σιγὴ εἰς τὸν Οἶκον τῆς Κρίσεως, καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἦλθε γυμνὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὴν Βίβλον τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου.

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Ὁ βίος σου ὑπῆρξε κακός, καὶ σὺ ἐπέδειξες βαναυσότητα εἰς ὅσους εἶχαν χρεία βοηθείας, καὶ πρὸς ὅσους ἐστεροῦντο ἀρωγῆς ἐστάθης πικρόχολος καὶ σκληρόκαρδος. Οἱ πτωχοὶ σὲ ἐφώναξαν καὶ σὺ μήτε ποὺ ἀγροίκησες, καὶ τὰ ὦτα σου ἐκράτησες κλειστὰ εἰς τὴν κραυγὴ τῶν πεπληγμένων Μου. Τὴν κληρονομίαν τῶν ὀρφανῶν ἅρπαξες διὰ ὄφελός σου, καὶ ἀπέστειλες τὲς ἀλεποῦδες ἐντὸς τοῦ ἀμπελῶνος εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ γείτονός σου. Σὺ ἅρπαξες τὸ ψωμὶ τῶν παιδίων καὶ ἔδωκές το εἰς τοὺς κύνες νὰ φάγουν, καὶ τοὺς λεπρούς Μου ὅπου ἐζοῦσαν εἰς τὰ ἕλη, καὶ ἦσαν ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐξυμνοῦσαν Με, ὡδήγησες ἔξω κι’ ἐπάνω εἰς τὲς ὁδούς, καὶ εἰς τὴν ἰδική Μου γῆ ἐκ τῆς ὁποίας σὲ ἔπλασα ἔχυσες ἀθῷον αἷμα».

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐποίησεν ἀπόκρισι καὶ εἶπεν, «Ὡσαύτως ἔπραξα».

Καὶ πάλιν ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὴν Βίβλον τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου.

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Ὁ βίος σου ὑπῆρξε κακός, καὶ τὸ Κάλλος ὅπου ἐφανέρωσα σὺ τὸ ἐζήτησες, καὶ τὸ Ἀγαθὸν ὅπου ἀπέκρυψα σὺ τὸ ἀγνόησες. Οἱ τοῖχοι τῆς κάμαρής σου ἦσαν ζωγραφισμένοι μὲ εἰκόνες, καὶ ἀπὸ τὴν κλίνη τῶν βδελυγμάτων σου ἠγέρθης μὲ τὸν ἦχο τῶν αὐλῶν. Σὺ ἀνήγειρες ἑπτὰ βωμοὺς εἰς τὲς ἁμαρτίες ὅπου ὑπέφερα, καὶ ἔφαγες ἀπὸ ἐκεῖνο ὅπου δὲν ἐπιτρέπεται νὰ φαγωθῇ, καὶ ἡ πορφύρα τοῦ ἐνδύματός σου ἦτο κεντημένη μὲ τὰ τρία σύμβολα τῆς αἰσχύνης. Τὰ εἴδωλά σου δὲν ἦσαν μήτε ἀπὸ χρυσὸν μήτε ἀπὸ ἄργυρον ὅπου διαρκοῦν, παρὰ ἐκ σαρκὸς ὅπου θνήσκει. Σὺ ἐλέρωσες τὰ μαλλιά των μὲ ἀρώματα καὶ ἔθεσες ῥόδια εἰς τὰ χέρια των. Σὺ ἐλέρωσες τὰ πόδια των μὲ ζαφορὰ καὶ ἅπλωσες χαλιὰ ἐμπροστά των. Μὲ ἀντιμόνιον ἐλέρωσες τὰ βλέφαρά των καὶ τὰ σώματά των ἄλειψες μὲ σμύρνα. Καὶ προσκύνησες ἀτός σου ἀπολύτως ἐνώπιόν των, καὶ οἱ θρόνοι τῶν εἰδώλων σου ἐστήθηκαν εἰς τὸν ἥλιον. Σὺ ἔδειξες εἰς τὸν ἥλιον τὴν αἰσχύνη σου καὶ εἰς τὴν σελήνη τὴν παραφροσύνη σου».

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐποίησεν ἀπόκρισι καὶ εἶπεν, «Ὡσαύτως ἔπραξα».

Καὶ διὰ τρίτη φορὰν ὁ Θεὸς ἄνοιξε τὴν Βίβλον τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου.

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Κακὸς ὑπῆρξεν ὁ βίος σου, καὶ μὲ κακὸν ἀνταπέδωσες τὸ καλό, καὶ μὲ ἀδικοπραγία τὴν καλωσύνη. Τὰ χέρια ὅπου σ’ ἔθρεψαν σὺ τὰ ἐλάβωσες, καὶ τὰ στήθη ὅπου σ’ ἐθήλασαν σὺ τὰ περιφρόνησες. Ἐκεῖνος ὅπου ἦλθεν εἰς σὲ μὲ ὕδωρ ἔφυγε διψῶντας, καὶ τοὺς παρανόμους ὅπου σ’ ἔκρυψαν εἰς τὲς σκηνές των ἐν νυκτὶ σὺ τοὺς ἐπρόδωσες πρὶν τὴν αὐγή. Τὸν ἐχθρό σου ὅπου σοῦ ἔδειξεν ἔλεος σὺ τὸν ἐπαγίδευσες μὲ ἐνέδρα, καὶ τὸν φίλον ὅπου ἐβαδίσατε ὁμάδιν σὺ τὸν ἐπώλησες διὰ ἀντίτιμον, καὶ εἰς ὅσους σοῦ προσέφεραν Ἀγάπη σὺ ἀντιγύριζες πάντα Λαγνεία».
 

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐποίησεν ἀπόκρισι καὶ εἶπεν, «Ὡσαύτως ἔπραξα».

Καὶ ὁ Θεὸς ἔκλεισε τὴν Βίβλον τῆς Ζωῆς τοῦ Ἀνθρώπου, καὶ εἶπεν, «Μετὰ βεβαιότητος θὰ σὲ στείλω εἰς τὴν Κόλασι. Τῷ ὄντι εἰς τὴν Κόλασι θὰ σὲ στείλω».

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐφώναξε, «Δὲν ἠμπορεῖς».

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Διατί δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ στείλω εἰς τὴν Κόλασι, καὶ ποῖος ὁ λόγος;»

«Ὅτι εἰς τὴν Κόλασιν ἀείποτες ἐζοῦσα», ἀπεκρίθη ὁ Ἄνθρωπος.

Καὶ ἐγίνη σιγὴ εἰς τὸν Οἶκον τῆς Κρίσεως.

Καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα κενὸν ὁ Θεὸς ὡμίλησεν, καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Ἐφ’ ὅσον δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ στείλω εἰς τὴν Κόλασι, μετὰ βεβαιότητος θὰ σὲ στείλω εἰς τὸν Παράδεισο. Τῷ ὄντι εἰς τὸν Παράδεισο θὰ σὲ στείλω».

Καὶ ὁ Ἄνθρωπος ἐφώναξε, «Δὲν ἠμπορεῖς».

Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἄνθρωπον, «Διατί δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ στείλω εἰς τὸν Παράδεισο, καὶ ποῖος ὁ λόγος;»

«Ὅτι οὐδέποτε, καὶ ἐν οὐδενὶ τόπῳ, ἤμουν ἱκανὸς νὰ τὸν φανταστῶ», ἀπεκρίθη ὁ Ἄνθρωπος.

Καὶ ἐγίνη σιγὴ εἰς τὸν Οἶκον τῆς Κρίσεως.