Ὁ στερνὸς τῆς ἀγέλης
πθ΄
Ἐπῆρεν τὸ τουφέκιν του καὶ ἐξέβ' εἰς τὸ κυνήγιν,
ἡ μπότα χιονοβάλτωνε,
τὸ χνῶτο κρυοπαγώνει.
Τηρᾷ τὸν λύκον ’πὸ μακριά, ζυγιάζει,
τουφεκίζει,
τὸ βόλι τὸν ἐκλάδεψεν κι’ ἐῤῥόδισεν τὸ χιόνι,
κι’ ἦτον ἀγέλης ὁ στερνός.
Πῶς χαίρεται τ’ ἄγριο θεργιό, πῶς ἀποκαμαρώνει!