Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Ἔξοδος – Κάθοδος


Ἔξοδος – Κάθοδος

σμϚ΄

Τέταρτος ὄροφος στὴν Ἴωνος Δραγούμη,
λύχνοι παληομοδίτικοι, κόκκινος τοῖχος,
γαλάζιο ἀνάκλιντρο, πάτωμα σανιδένιο.
Κάθεται ὁλόγυμνη, μόλις ἀπ’ τὸ λουτρό της,
τετράξανθη, λευκόδερμη, βλέμμα μελένιο,
νέα, χαζεύει, φίλων της στὸ κινητό της.
Ἡ ἀκροματιὰ ζωγρεύει νέο κείμενό του
κι’ ἀναρωτιέται ἂν γιὰ ἐκείνη γράφῃ μήπως.
Δὲν θὰ κυλήσῃ στῆς ἐλπίδος τὸ λαγούμι,
τηλεφωνεῖ, ντύνεται, βάφεται καὶ βγαίνει.

Τὸ χέρι του ὕψωσε στὸν δρόμον ὡς προφήτης,
μπῆκε στ’ ἁμάξι, «Κέντρο» τοῦ ὁδηγοῦ προστάζει,
μιὰ ταμπακιέρα, νευρικά, στὰ χέρι’ ἀλλάζει.
«Ἐδῶ»… τ’ ἁμάξι φεύγει, ἄναψε τσιγάρο,
τέταρτος ὄροφος, σβηστὰ ὅλα τὰ φῶτα,
κι’ ὅμως, γιὰ ἐκείνην ἔγραφε στὸ κείμενό του.
Ἡ ἀλικομέλανη ἑσπέρα πλέον βαθαίνει,
βαθαίνει ὁ πόνος στὴν καρδιά, ἄχνη τὰ χνῶτα,
ψῦχος στ’ ἀνήλιο τῆς ἐλπίδος τὸ λαγούμι…
ἔρμος τὴν Ἴωνος Δραγούμη κατεβαίνει.

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

Μιὰ νύχτα στὸ μπαράκι


Μιὰ νύχτα στὸ μπαράκι
                       
σμε΄

Βράχια σκορπᾷ μὲς στὴ νυχτιὰ πλανήτης πατρικός,
λαὸς βαριόμοιρος καὶ πάει, σκύβει, βαδίζει τεθλιμμένος,
πομπὴ στὴν ἀστροκαταχνιά, πενθεῖ, λαὸς μαυροντυμένος,
τὴν μεσοναστρικὴ σιωπὴ ῥιγάει θρῆνος πνιχτός.

Πάνωθε τὸν βιγλίζουνε ἀγγέλοι τοξευτές,
τὸν ὁδηγοῦν γιὰ πλερωμή, νηὰ γῆ, κορμιὰ νηὰ νὰ φορέσῃ,
κι’ εἰς τῶν δακρύων τὸ βάπτισμα, γυμνή, κάθε ψυχὴ νὰ πέσῃ,
ὅπου μολεύτη μ’ ὕβρισες καὶ μαῦρες τελετές.

«Μὴ φεύγῃς, φίλη, ἕν’ ἀκόμη νὰ κεράσω…
γιατί ὁ θάνατος, οἱ ἀῤῥώστιες, οἱ πολέμοι;
Φτώχεια καὶ ἄδικο, ζωὴ βασανισμένη,
λίγες χαρές· πές μου, καὶ ποιὸ νὰ πρωτοπιάσω».

Κεῖ τώρα πύργοι γυάλινοι καὶ πολιτεῖες λαμπρές,
γνῶσι, ἐπιστῆμες, γράμματα, τέχνες, ψευτοηδονῶν λατρεία,
κλειστὸς ὁ ἀνθὸς τῆς ἀρετῆς, ὕβρις, σκιὰ ἡ ἐλευθερία,
κι’ οἱ μάγοι, ὡς τότε, κυβερνοῦν μὲ ἅλυσες βαρειές.

«Ξέρω γώ, νά ’μαστε φυλὴ ἀποστασίας,
φύσι τιτανικὴ ἐντός μας νὰ φυτρώνῃ.
Κι’ ὣς νὰ φωτίσῃ ἐμπρὸς ἔρως ὅπου ἀνυψώνει
νὰ ἐκτίουμε ποινὴ ἀρχαίας ἁμαρτίας».

«Χτὲς ὠνειρεύτηκα πομπὴ λαοῦ στ’ ἀστέρια,
σὲ κρύα τροχιὰ νεκρὸ πλανήτη, σκορπισμένο·
δίπλα μου ἐβάδιζε κορίτσι δακρυσμένο,
ματιὲς σταυρώσαμε κι’ ἐσφίξαμε τὰ χέρια».