Ὁ Γόρδιος καὶ ἡ μάντισσα
Ϟ΄
Ὁ Γόρδιος ἔνι γεωργός, πανάξιος ζευγολάτης,
τ’ ἀποταχὺ σηκώνεται κι’ ὁλημερὶς ὀργώνει,
στοῦ ἡλιοῦ τὸ μεσοδρόμισμα, στοῦ ἡλιοῦ τὸ μεσοστράτι
κάτ’ ἀπ’ τοὺς ἥσκιους τῶν δεντρῶν τρώγει, ἀποκοιμιέται.
Μιὰ μέρα ποὺ τρωγόπινε καὶ ποὺ ψωμὶν γευότουν,
τηρᾷ ἕν’ ἀητὸ γυροπετᾷ καὶ γοργοχαμηλώνει
κι’ ἀπ’ τὰ δεξιά ’ρθεν ἔκατσε στοῦ ἀλετριοῦ τὴν ἄκρη.
«Γιὰ ἰδὲς θᾶμμα κι’ ἀπόθαμμα, παραξενιὰ μεγάλη,
σὰν τὸν σπουργίτην ὁ ἀητὸς στ’ ἀλέτρι ν’ ἀποσταίνῃ!
Θὰ ὑπάγω εἰς τῆς μάντισσας ὁρμήνεια νὰ μὲ δώσῃ».
Ἐπῆγεν καὶ εὑρῆκε την, ἀνιστορεῖ τὸ θαῦμα
κι’ ἡ μάντισσα τῆς Τελμησσὸς στοχάστη κι’ ὁρμηνεύει:
«Τ’ ὄργωμα γάμος
φαίνεται, ἡ γῆς νύφη ξηγιέται,
ἀητὸς εἶν’ θέλημα Διός,
βασιλικὰ βλογίδια,
καὶ τὸ βλαστάρι ποὺ θὰ βγῇ, πολλὰ κεφαλιωμένο.
Μὸν κριάρι στριφτοκέρατον
αὐτοῦ στὸν Δία σφάξε
κι’ ἂν ταίρι σου μὲ ῥέγεσαι ζευγάριν νὰ γενοῦμε».
Κι’ ὁ Γόρδιος κι’ ἡ μάντισσα ἀνδρογυνάκι ἐγίναν,
κι’ ὡς διάβησαν μῆνες ἐννιὰ κι’ ὡς μπήκανε οἱ δέκα
Μίδα ὑγιὸν ἐγέννησαν, χρυσὸ παλληκαράκι.
Οἱ Φρύγες χρόνους
τρώγονται κι’ ἀλληλοπολεμιοῦνται,
μαζώχτηκαν οἱ ἄρχοντες τὸν σπαραγμὸν νὰ πάψουν,
ἀθθιβολὴν ἐκίνησαν μὰ λύσι δὲν εὑρίσκουν.
Φωτιὲς πετοῦν τὰ μάτια τους, ἀφροὺς τὰ στόματά τους
κι’ οἱ χοῦφτες στὶς σπαθολαβὲς τὸ σίδερον ζυγιάζουν.
«Ἀρχόντοι, ἂν δὲν δύνεσθε ἀτοί σας νὰ μονοιάστε
μαντατοφόρον πέμψατε, χρησμὸν γιὰ νὰ σᾶς φέρῃ».
Κι’ ὅλοι τὴν γνώμην ἔστερξαν, πέμπουν
μαντατοφόρον.
Τρεῖς μέρες ἀνιμένουν τον, τρεῖς νύχτες ἀπαντέχουν,
κι’ ὡς χάραξεν ἡ τέταρτη στὴν σύναξι προβάλλει.
«Καλῶς τονε τὸν ἄγουρο χρησμὸν ποὺ θὰ μᾶς δώσῃ,
νὰ σβήσουσιν οἱ μάνητες κι’ ὁ πόλεμος νὰ σώσῃ».
«Καλῶς σᾶς βρῆκα πρώταρχοι κι’ ὣς νά ’ρθῃ μεσημέρι
μιὰν ἅμαξα στὴν σύναξι τὸν βασιληὰ θὰ φέρῃ.
Κεῖνος, ἐμήνυσεν ὁ θηός, τὰ πάθια θὰ μερώσῃ».
«Χαμένε, ἀλλοῦ σὲ στείλαμε κι’ ἀλλοῦ περιγυρνοῦσες,
κι’ ἐπῆρες σβάρνα καπηλειά, κατώγια, πανδοχοῦσες,
καὶ χάθη ὁ νοῦς σου ἀπ’ τὸ κρασὶ καὶ λέγεις μεθυσμένα;»
Ἀκόμα ὁ λόγος πέταγε, μαστίγιον καὶ χτυποῦσε,
κι’ ἀπὸ τοῦ δρόμου τὴν γωνιά, στοῦ ξάγναντου τὴν μέσιν
ἁμάξι φάνη κι’ ἔρχεται, Γόρδιος κρατεῖ τὸ γκέμι,
καὶ παραδίπλα ἡ μάντισσα μὲ Μίδα στὴν ἀγκάλη.
Ἀπὸ τὸ χέρι τὸν βαστοῦν, στὸν θρόνο τὸν καθίζουν,
χρυσὸ ῥαβδὶ τὸν δώκασιν, χρυσὸ τὸν στεφανώνουν,
νά ’ναι τῶν Φρύγων βασιλεὺς καὶ τῶν πρωτάρχων πρῶτος.
Κι’ ὁ Γόρδιος τὴν ἅμαξα στὸν Δίαν ἀφιερώνει,
κι’ ἡ μάντισσα τῆς Τελμησσὸς εἰς τὸν λαὸν μαντεύει:
«Ὁ τῆς ἁμάξης τὸν δεσμὸν ποὺ σοφιστῇ νὰ λύσῃ,
τὴν Ἄσια γῆν ὁλάκερην ἤθελε νὰ πατήσῃ.
Καὶ σὰν κυλήσουν οἱ καιροὶ στοῦ χρόνου τὰ πελάγη,
ἀπ’ τὴν παληὰ πατρίδα μας, τοὺς τόπους τῆς Εὐρώπης,
ῥηγόπουλο ληοντόκρανον
ὅμοι’ ἀστραπὴ θὰ πέσῃ.
Μὲ δύναμι, μὲ μαργιολλιὰν τὸν κόμπο θὰ λασκάρῃ,
κύρης τοῦ κόσμου θὰ γενῇ μὲ νοῦ καὶ μὲ κοντάρι».