Ἡροφίλη
Ϟδ΄
Ἐψὲς ἀργὰ ἐδιάβην το τ’ ἀπόμερον δρομάκι
ὅπ’ ἔσμειγα τὴν ἀγαπῶ τὰ βράδια στὰ κλεφτά.
Ὅταν ὁλοῦθε σκέπαζε τὴ ῥοῦγαν μαύρη ἀντάρα
καὶ τὰ πορτοπαράθυρα σφαλνοῦσαν βιαστικά.
Μὰ τώρα σὰν τὴν ἀπαντῶ λόγον δὲν τῆς ἀλλάζω,
μὸν τὸ κορμί της, σὰν περνᾷ, κρυφὰ λοξοκοιτάζω.
(Βάστα καρδιά μου, βάστα μὴ λυγίσῃ σε,
πέρδικα κι’ ἂν σοῦ μοιάζῃ ἄγριος εἶν’ ἀητὸς
ποὺ τὲς καρδιὲς γραπώνει μὲ γελάσματα.
Στὰ νέφια τὶς σηκώνει, χάμαι τὶς γκρεμᾷ,
κι’ ἀπάνω στὰ συντρίμμια παίζει καὶ γελᾷ.)