Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Ἀστικὸ σονέττο ΙΙ

Ἀστικὸ σονέττο ΙΙ

σξα
΄

Τὸ ἀμπαζοὺρ γυαλὶ βιτρὼ κι’ ὠχρὸ τὸ φῶς του,
εἷς ἀμφορεὺς πάνω σ’ ἰωνικὴ κολῶνα,
μὲ στόφα ἀνάγλυφη μπερζέρα πολυθρόνα
ὅπου γυμνὴ κάπνιζε ἀνέμελα ἐμπρός του.
Ἑνότης χώρου καὶ κορμιοῦ ποὺ ὕφαιν’ ἐντός του
μιὰ ὥσμε τὰ βένθη τῆς ψυχῆς ἄληστ’ εἰκόνα,
κι’ ἀπ’ τοῦ καπνοῦ της τὴν γαλαζωπὴ κορῶνα
γυμνογραφία ὣς τὰ γραπτὰ τοῦ γήρατός του.

«Ὁ αἰσθητιστὴς» εἶπε «βαρειὰ καταλαλιά·
ὅτι οἱ βαθύγνωμοι ῥηχοὺς μᾶς τελαλίζουν,
ἀνάξιους τάχα πρὸς μεγάλα καὶ ὑψηλά.
Τὸ κάλλος ὕπερθεν γιά ἐδῶ, μι’ ἀλήθεια ἁπλῆ,
πὼς τ’ ἀπερίζωστα τοῦ νοῦ δὲν συνορίζουν·
σοφὰ τὸ Πᾶν τὰ πάντα κρύβει στὴν μορφή».


Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Ἐδῶ

Ἐδῶ

σξ
΄

Ὄχι μὲς σ’ ἀσυγνέφιαστους μυρόπνοους ἀγρούς,
ἐν ἀλυπίᾳ ὁλόφωτου κι’ ἀσπίλου παραδείσου,
ὅμως ἐδῶ,  σ’ ἄνυδρη ἐρμιά, ποὺ αὐγάζ’ ἡ ἁβρὴ μορφή Σου,
ἐπὶ τῆς τέφρας τῆς παχειᾶς ὀνείρων στοὺς καιρούς.

Ἐδῶ, ἐδῶ Σὲ ἀγαπῶ, κι’ ὁλογδυμνός, Κυρία,
προσγονατίζω καὶ φιλῶ τὰ πόδια Σου γυμνά,
ψυχή μου ἡ λυκομύητος ἐνώπιο Σου ἀλυχτᾷ,
τετράξανθε τοῦ Αὐγούστου ἀνθέ, ὁδός μου ὑπεραγία.

Δός μοι τὸ ὕδωρ, νὰ λουστῶ, τῶν ἀστερομματιῶν Σου.
Βρέξε, πυκνά, εἰς τὰ βύθη μου τοῦ λόγου Σου σπορά.
Κάλεσ’ ἐμὲ τὸν πάντερμον, ἔνδον μὰ βροντερά.
Φέξε τὰ κορμοηλιάχτιδα, τὸ ἡλιοχαμόγελό Σου.

Ἐδῶ, ποὺ ἀγέρι πνιγηρὸ λυσσομανάει καυτό,
κι’ ὡς φυέται νηὸ κάθ’ ὄνειρον φλέγει το ἀποκαΐδια,
φυλάττω Σου δεντρόκηπο, μ’ ἥσκιους κι’ ἀνθοστολίδια,
δρόσους, κρῆνες γλυκόπιοτες, ἐδῶ, ποὺ Σ’ ἀγαπῶ.

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Ἀστικὸ σονέττο

Ἀστικὸ σονέττο

σνθ΄

Οἱ τοῖχοι ἐλάμπαν μὲ τὸ σμαραγδένιο χρῶμα
καὶ οἱ μπερντέδες βαθυκόκκινοι ταφτάδες,
πέριξ χαλκοί, πίνακες, κρύσταλλα σ’ ἀράδες,
κι’ ἡ ὡρηὰ στοῦ φλόγινου τοῦ καναπὲ τὸ στρῶμα.
Μοίραζε τσάϊ μὲ πορσελάνινο σερβίτσιο
κι’ ἀφέλειες πέφταν ἀπ’ τὸ εὔμορφο κεφάλι,
«Μὰ ἂς μιλήσουμε γιὰ ποίησι καὶ πάλι»,
τρίσχαρα μάτια ὅλο εὐγένεια, πλάνη, βίτσιο.

Ἄχ! Καὶ νὰ ἐγνώριζεν ἡ «Ἂρ Ντεκὸ» κυρία
πόσο στερφέψαν τῆς ποιήσεως τὰ μεράκια…
Ἐνθάδε ἡ σὰρξ γιὰ μόνη στρέχει ὀπτασία.
Κεῖνος τὸ βένγκε ὀβὰλ τραπέζι ἀναμετροῦσε,
τὰ σκαλιστὰ μ’ ὅλο μπορντοῦρες ποδαράκια,
κι’ ἂν δυὸ γυμνῶν κορμιῶν τὸ πάθος θὰ βαστοῦσε.


254

 












Ποίημα τῆς Αἴμιλυ Ντίκινσον

Ἐλπὶς εἶναι τὸ πουπουλένιο πλάσμα
ὅπου κουρνιάζει μέσα στὴν ψυχή,
καὶ ᾄδει τὸν σκοπὸ δίχως τὰ λόγια,
κι’ ἀναπαημὸ ποτέ του δὲν κρατεῖ,

κι’ ἡδύτερα γροικιέται στ’ ἀγριοκαίρι·
κι’ ἐπίπονο δρολάπι χρεία νὰ ’ρθῇ
στ’ ἀχαμνοπούλι σάστισμα ἵνα φέρῃ
ποὺ ἐβάσταξε πολλοὺς μὲ θαλπωρή.

Τ’ ἄκουσα στὴν κατάψυχρη ἐπικράτεια,
σ’ ἀπόξενης θαλάσσης τὰ νερά·
ἀμή, ποτέ, σ’ ὅποια ἐσχατιὰ κι’ ἂν βρέθῃ,
ψιχίο δὲν μοῦ ἐζήτησε σταλιά.