Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Τῆς δούλας Σκύθισσας

Τῆς δούλας Σκύθισσας

ρνη΄

Φέρνε μοι, κάπελα, κρασίν, φέρνε τὸ πλει κριβόν σου
καὶ κέρνα την τν Σκύθισσα, κέρνα την τν ουφιάνα,
γιομᾶτον ν ψών το κα ξέχειλο ες τ χείλη,
κι’ ὅντες στν τάβλα τ χτυπ, σ πάλε ν γιομώνς,
νὰ πιῇ ν μπεκρορεύγεται, τν γλσσα ν’ μολήκ
μὲ τν τρισβάρβαρη λαλιάν, μ τ παληόστομά της,
ν’ ἀνιστορ τς εμορφιές, τ κάλλη τς κυρς της·
πῶς λούζεται τ σύθαμπο κι’ λόγδυμνη εμβάζει,
πῶς στ γυαλ καμώνεται, χτενίζει τ μαλλιά της,
πῶς χύνουνται στὴν μέσιν της, πς σκέπουν τ βυζιά της,
πῶς γέρνει κι’ ποκλίνεται, δείχνει μηρος κα παίζει,
πῶς ντιφέγγει τ κερ στ ζάλευκον κορμίν της,
πῶς στ στρωσίδια της γλιστρ, πς στρέφει σν κοιμται,
πῶς τ κρανοίγει τ ταχ κι’ σάρκα λιος βγαίνει,
πῶς σύγκορμη τεντώνεται κι’ γουροξυπνημένη…
Φέρνε μοι μπροῦσκον, κάπελα, φέρνε μοι κα μιστέλι,
φέρνε ἀπ’ τ’ κριβώτερον κα τ σολδία παρνε,
κι’ ὅσον κορώνω κα γυρν μ’ μοιάζει τς κυρς της,
κι’ ἀφο κυρν δν δύνεμαι πέφτω μετ τς δούλης,
τὴν δούλην θέλω κοιμηθῆ, τούτην θέλω φιλήσει.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

On The Sea



Ποίημα το Τζν Κτς

Ψιθύρους αἰώνιους βαστᾷ τριγύρω ἀπὸ τόπους
σὲ περιγιάλια ἐρημικά· μὲ τὴν φουσκονεριά της
μύριες σπηληὲς μερονυχτὶς δὶς φράζει, ὣς τῆς Ἑκάτης
τὰ μάγια πάλι ἀφήσουν τες στὸν ἡσκιερὸν ἀχό τους.

Συχνὰ γαλήνια θὰ τὴν βρῇς, δίχως χοροὺς κυμάτων,
ποὺ μετὰ βιᾶς τὸ πειὸ μικρὸ τὸ πειὸ ἀχαμνὸ κοχύλι
γιὰ ἡμέρες θὲ νὰ κουνηθῇ ’πὸ κεῖ ποὺ τό ’χαν στείλει
τοῦ οὐρανοῦ οἱ ἀγέρηδες στὸ στερνοξέσπασμά των.

Ὢ σεῖς! ποὺ γέμει ἐρεθισμὸν καὶ κούραση ἡ ματιά σας,
ἰδοὺ συμποσιάστε την στῆς θάλασσας τὰ πλάτη.
Ὢ σεῖς! βάναυση ὀχλοβοὴ ποὺ ἐκούφανε τ’ αὐτιά σας

ἢ μελῳδίες γλυκερὲς μπουχτίσατε χορτᾶτοι,
στὸ στόμιο γέρικης σπηληᾶς καθίστε, στοχαστῆτε,
ὥσπου –σὰν νύμφες νά ’ψελναν τάχα– θὰ ξαφνιαστῆτε!