Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Ὑψηλὴ μαγεία


Ὑψηλὴ μαγεία

Π

«Ἡ ποίησις», μοῦ εἶπε, «εἶναι τέχνη· πανίσχυρη τελετουργικὴ ὑψηλὴ μαγεία, ἡ ἀνωτέρα μορφὴ τοῦ εἴδους. Καὶ ὅπως καταλαβαίνεις κάθε τὶ ἀκραῖο ἐνέχει πάντα κάποιον κίνδυνον, ὡς φίδι σφιχτοπλεγμένο στὸν πυρῆνα του, ὅπου ἀδύνατο ν’ ἀφαιρεθῇ. Ἐργαλεῖο της ὁ ἀμόλευτος Λόγος, ὄχι φίλτρα καὶ βοτάνια καὶ θυμιάματα, καὶ ἡ ἔπαρσις τοῦ ποιητοῦ, ἔτσι ὅπως φαίνεται φορὲς πολλὲς εἰς τοὺς πολλούς, εἶναι τὸ δυνατὸ σφίξιμο τοῦ χεριοῦ του γύρω ἀπὸ τὴν πέννα. Ἐκεῖ δὲν ἁπλώνεται ἡ χώρα τῆς μετριοφροσύνης, κι’ ἂς φαντάζῃ ὁ πλέον μετριόφρων τῶν ἀνθρώπων στὴν καθημερινὴ ζωή του. Πῶς ἀλλιῶς, μὲ ποῖον θάῤῥος, θὰ ἐπικαλεστῇ τρομερὲς καὶ ἀσύλληπτες ὀντότητες γιὰ τὸν ἄνθρωπο, πῶς θὰ φωνάξῃ τὰ ὀνόματά τους ἂν νιώθῃ κοινός, ὀνόματα ὅπως τὸ Θεῖον, τὸ Κάλλος, ὁ Ἔρωτας, ὁ Θάνατος, ὁ Χρόνος… , τέτοιο φριχτὸ καὶ μέγα πλῆθος, ὥστε νὰ παρουσιαστοῦν ἐνώπιόν του καὶ νὰ συνομιλήσῃ μαζί τους. Πῶς θὰ κατεβάσῃ τὸν οὐρανὸ στὴν γῆ, πῶς θὰ δώσῃ μορφὴ στὸ ἀφανέρωτο, πῶς θὰ ἰχνηλατήσῃ τὴν σκιερὴ ἐνέργειά του».
     «Διαφέρει λοιπὸν πολὺ ὁ ποιητὴς ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους», εἶπα.
     «Σὲ τίποτα», εἶπε. «Ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνῃ τελεστικὸς μάγος ἂν τὸ θελήσῃ, ἀρκεῖ νὰ μάθῃ καλὰ τὴν τέχνη του, τὸν ὠργανωμένο, μὲ τελετουργικὸ σκοπό, λόγο, καὶ νὰ γέμῃ πάθους καὶ γενναιότητος. Στοὺς μυστικοὺς τόπους ὅπου θὰ βαδίσῃ, ἀγαπητέ, τὸν προσμένει ἡ πληρότης τῆς δημιουργίας, ὅμως κατόπιν ἀκολουθεῖ πάντα ἡ διάλυσις καὶ ἡ ἐρήμωσις».
     Τὸν καιρὸν ἐκεῖνο κατέφθασεν ἡ σερβιτόρα μὲ τὴν τέταρτη γύρα. Καὶ ἡ σερβιτόρα ἔσκυψε ν’ ἀποθέσῃ τὰ πιοτὰ στὸ τραπεζάκι. Καὶ καθὼς ἀπέθετε τὰ πιοτά, σκυμμένη, ἐφανερώθη τὸ στῆθος αὐτῆς εἰς ἐμένα καὶ ὁ κῶλος αὐτῆς εἰς τὸν συμπότη. Καὶ κατόπιν εὐχήθη «Στὴν ὑγειά σας!» καὶ ἀνεχώρησεν, ὅτι ἐκλήθη γιὰ νέα παραγγελία.
     «Ὡραῖα βυζιά! Μαγεία!» παρατήρησα.
     «Θεσπέσιος κῶλος! Ποίησις!» ἀναφώνησε. Ἀκολούθησαν ἡ διάλυσις καὶ ἡ ἐρήμωσις καθὼς πίναμε σιωπηλοὶ τὴν πρώτη γουλιά. Τὸν χτύπησα φιλικὰ στὴν πλάτη, «Σὲ νιώθω» τοῦ εἶπα, ἐκεῖνος ἔνευσε καὶ ξαναήπιαμε.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος


Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος

σμη΄

Ἡ ἐμμορφιὰ ἐντὸς κρατεῖ τὸ ἦθος,
τ’ ἄναρχον, τὸ ἀνάλλαγον, τὸ αἰώνιο,
τὸ ἀπάτητο τοῦ θείου λόγου βύθος.
Δὲν ἔχει χρεία κύκλιο κι’ ὀρθογώνιο
λόγου σκουτάρι ὅπου ὁ θνητὸς ὑψώνει
σὰν μπρός του ἐφάνη ζεῦγος καταχθόνιο:
Ὁ θεριστὴς μὲ τ’ ἄτι ὅντες ζυγώνῃ
φράζεται μὲ τειχιά, δόξες καὶ νόμους,
καμώνεται τὸν ἥσκιο ὅπου πετρώνει.
Τὸ κάλλος δὲν ζητάει καιροὺς καὶ χρόνους,
χύνετ’ ἐκ τὴν ἀείῤῥοη πρωτοκρήνη
φτάνει ὥσμε τὴν ψυχὴ ἀπὸ μύριους δρόμους.
Μολεύεται ὡς κυλᾷ μὰ ὅ,τι θὰ μείνῃ,
ἀλήστου γεύσεως νέκταρ, τὸ γνωρίζει,
προσγονατίζει, ἀχόρταγη, καὶ πίνει.
Τ’ ὥρηον οὐδεὶς τοῦ Γίγνεσθαι θεσπίζει,
μήτε τοῦ κεντρικοῦ πυρὸς ἡ ἑστία,
φωτόβροχο τοῦ Ἑνὸς τὸ πᾶν ῥαντίζει.
Ἕδρες, σχολές, κατώγια καὶ γραφεῖα
ματαίως ἱδροκοποῦν νὰ τὸ μορφώσουν
μὲ μῆτρες, μανιφέστα κι’ ἄλλ’ ἀστεῖα.
Πῶς τὴν βροχὴ νὰ λιθοπεριζώσουν,
τὸ σύγνεφο πῶς ν’ ἁλυσοδαμάσουν,
κάθε ἀρετὴ ἐνέχει, τί νὰ ὀρθώσουν.
Ὄντα χτιστά, καίγονται ν’ ἀπεικάσουν
μ’ ἥσκιους μὲς στὸ ψυχρὸ σπηληοντουβάρι
τὰ αἰθέρια, καὶ τὸν οὐρανὸ ἀποτάσσουν.
Τὸ κάλλος δὲν μετριέται μὲ καντάρι,
μακρόθε ἀναβοσβήνει, θεῖος φάρος,
κι’ ὁρίζει στὴν ψυχὴ ποιὰ ὁδὸ νὰ πάρῃ.
Προμάντεμμα μιᾶς γῆς μὲ δίχως βάρος
καὶ πρωταυγὴ ὅπου δὲν θὰ στερνοδύσῃ,
περβόλι ἀμάραντο, φαντὸ στὸ θάῤῥος.
Θρασίμι ἐκεῖ δὲν μέλλει νὰ βαδίσῃ,
κεῖ αὐγάζει τὸ βασίλειο τῶν γενναίων,
κι’ εἰς κάθε ἀσχήμια ἡ πύλη εὐθὺς θὰ κλείσῃ.
Εἷς νόμος κεῖ, τῶν ἀληθῶς ὡραίων,
τῶν ὄντως ὄντων, τῶν ἀεινῦν μαρμαίρουν,
τὸ ἐκμαγεῖο ἁπάντων τῶν σπουδαίων.
Ἡ τέχνη, ὅλες οἱ τέχνες, νὰ τὸ ξέρουν,
πολιτική, καλλιτεχνία ἢ ἄλλη,
τὸ κάλλος, θεῖο σπινθῆρα, ἐντός των φέρουν.
Πότε ἀγροικήθη ἀλήθεια πλέον μεγάλη
ἀπ’ τὴν ἀλήθεια «Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος»,
κι’ ἂν δίχως το, ψεῦδος καὶ καρναβάλι.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Γυμνογραφία


Γυμνογραφία

σμζ΄

Τ’ ὁλόγυμνο κορίτσι * τὸ ἐνώπιον τοῦ καθρέφτη
θαυμάζει τὸ κορμί της, * ῥέει κι’ ὀνειρονυφαίνει.
Ζάλευκη ὡς τὸ χιόνι, * μελαχροινὴ ὡς ἡ νύχτα,
τὸ ἁρμονικό της στῆθος * φουχτώνει κι’ ἀπομένει.
Ὀρθή, στητή, μπρός, πίσω, * τ’ ἀστρόβλεμμά της φέγγει
κάθε γραμμὴ καὶ τόπο, * κάθε ἀκρινὸ καντόνι.
Στὴν γῆ τοῦ ἀντικαθρέφτη * ὁ δαίμων καίει κι’ ἱδρώνει,
ξιφάρι πάγου-λάβρας, * σαγίττα ποτισμένη.
Κρίκος στὴν κάθε ῥῶγα, * κρίκος στὸν ὀμφαλό της,
τὸ φωτοτρίγωνό της * στὸ ἡμίφως λαμπυρίζει.
Γυμνότριχο τὸ αἰδοῖον * μὲ τοὺς χυτοὺς μηρούς της
γῆν ἄλλη τριγωνίζει * κι’ ἀχνὴ ὁδὸς τὰ ἑνώνει.
Τὸν χρόνο καμπυλώνει * ἡ ἀπόκρυφη κλεψύδρα,
μετρᾷ, γεμίζει, ἀδειάζει * τὴν ὑπερκόσμιαν ὥρα.
Τ’ ὁλόγυμνο κορίτσι * στὴν κλίνη του πλαγιάζει,
ἀνάσκελη ῥεμβάζει * κι’ ἀναγερτὴ καπνίζει.
Βράδυ, κοιμᾶται τώρα· * πύλη καὶ βένθος κι’ ὄναρ,
ἀνεδομήθ’ ἡ κτίσις, * ξέφωτο δασοτόπι.
Θωρεῖ τὸν ἑαυτό της, * σ’ ἀρχαῖο βωμὸν ἀπάνω
ἐνήδονη γυμνότης, * γύρω δαυλοὶ ἀναμμένοι.
Θαμπὰ τὰ πρόσωπά των, * ἀνέγνωροι ἄντρες, ξένοι,
ζευγάρια χέρια πλήθια * λαίμαργα τὴν ἀγγίζουν.
Κάθε γραμμὴ καὶ τόπος, * κάθε ἀκρινὸ καντόνι
ξάφνου σκουριὰ καὶ πέφτει, * νηὰ σάρκα ἀναδυέται.
Ἡ ἁγνότης καταλυέται, * τραβιοῦνται ὁμοῦ τὰ χέρια,
γύρω οἱ δαυλοὶ σβησμένοι, * μὰ ἐρωτοστράφτει μόνη…
Τοῦ πρωινοῦ οἱ ἥσκιοι, * χέρια ἡλιοκαμμένα,
ἀντρίκεια, φλεβιασμένα *  γαλήνια τὴν θωπεύουν.
Πλέον ὁ χρησμὸς ἐδόθη, * τὸ κάλλος δικαιώθη,
στοῦ ἔρωτος τὴν θέρμην * μέταλλο ὑγρὸ θὰ λειώσῃ.
Στῆς πείρας τὸ ἀμόνι * θὰ τὸ ἀργάσουν σφῦρες
ἡρώων καὶ σατύρων· * σπάθη χρυσῆ νὰ λάμψῃ.
Καὶ σφίγγει τὸ κορίτσι * στὰ στήθη τὸ σεντόνι·
κεῖνο πίνει τὴν ἅψι, * τὴν δρόσο καὶ τὸ μύρον.