Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

The Window

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Σπίτι παληό, σὲ πτέρυγες μπλεγμένες ἁπλωμένο,
π’ οὐδεὶς ποτὲ μπόρειε ἀκριβῶς νὰ παρακολουθήσῃ,
καὶ σὲ μικρὸ δωμάτιο πρὸς πίσω εἶχ’ ἀπαντήσει
περίεργο παράθυρο, μ’ ἀρχαία πέτρα χτισμένο.


Κεῖ ἔρμος, στὰ μικρᾶτα μου π’ ὄνειρα μ’ ἐπαιδεῦαν,
στῆς μαύρης θολερῆς νυχτιᾶς τὸ κράτος, ἐκινοῦσα·
μ’ ἀλλόκοτην ἀποκοτιὰν ἀραχνοϊστοὺς περνοῦσα
κι’ οἱ ἀπορίες τοῦ θαυμαστοῦ ὁλοὲν μ’ ἐκυριεῦαν.


Σὲ κάποιαν ὕστερη ἐποχὴ μαστόρους εἶχα φέρει
νὰ βρῶ οἱ θολοὶ προγόνοι μου ποιὰ θέα περιφρονῆσαν,
μὰ ὅπως τὴν πέτρα ἐτρύπησαν, ξεσπᾷ μ’ ὁρμὴν ἀγέρι
ἀπ’ τὰ ἐξωγήινα κενὰ ποὺ πέρα χαίνοντα ἦσαν.


Γίναν καπνός – μὰ εἶδα ἐντὸς κι’ ηὗρα ξετυλιγμένον
κάθ’ ἄγριο κόσμο π’ ὄνειρα μοῦ ’χαν ἱστορημένον.


 

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

[Litle Sam Perkins]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Ὁ ἀρχαῖος κῆπος μοιάζει ἀπόψ’ ὣς πέρα
βαθύτερη σκοτείνια νὰ βαστᾷ,
σὰν κάποιου σιωπηλοῦ ἥσκιου ἡ φτορὰ

νὰ αἰωρεῖτο γύρω στὸν ἀέρα.


Οἱ χλόες μὲ κρυφὲς λῦπες χορεύουν,
ἀνήμπορες πολὺ νὰ εἰποῦνε ποιές –

στὴν μνήμη των φέρνοντας ἀπὸ χτὲς
τὰ πατουσάκια ποὺ τὶς ἀναδεύουν.

 

-Ὁ μικρὸς Σάμ Πέρκινς ἦταν ἕνας γατούλης.

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021

Evening Star

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Τόπος κρυφὸς καὶ γαληνός, τ’ ἀντίκρυσα μέσ’ ἀπὸ ἐκεῖ
ὅπου τὸ δάσος τὸ παληὸ λειβάδι μισοαρπάζει.

Σ’ ὅλες τὲς δόξες τοῦ δειλιοῦ ἀναμεσὶς ν’ αὐγάζῃ -
πρῶτον ἀχνό, μὰ μὲ θωριὰ ποὺ ἀργοδυνάμωνε λαμπρή.


Νύχτα, καὶ τὸ ἔρμο φαροφῶς, μὲ κεχριμπάρινη χροιά,
τὴν ὅρασί μου ἐρέθισεν ὡς μὴ ἄλλοτ’ ἰδωμένο·

τὸ ἄστρο τὸ ἑσπερινό – μὰ χιλιαυγατισμένο
σὰν πειότερο στοιχειωτικὸ μὲς στὴν σιωπή, στὴν μοναξιά.


Χάραξ’ εἰκόνες ξενικὲς ἐπὶ τοῦ τρέμιου ἀέρος –
θύμησες σκόρπιες ποὺ διαρκῶς μοῦ ἐγιόμιζαν τοὺς ὀφθαλμούς –

πύργους καὶ κήπους ἀχανεῖς· πέλαγ’ ἀνοίκεια κι’ οὐρανοὺς
μιᾶς φευγαλέας θολῆς ζωῆς – δὲν ξεύρω νὰ εἴπω μέρος.


Μὰ ξεύρω πειά, οἱ ἀχτῖδες του ποὺ τ’ ἀστροχάη δρομοῦσαν
ἀπ’ τὴν χαμένη, μακρυνή, πατρίδα μου ἐκαλοῦσαν.

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Mirage

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Μήτε γνωρίζω ἂν κάποτες ὑπῆρξεν – ὁ χαμένος
ἐκεῖνος κόσμος ποὺ ἀχνοπλέει στοῦ Χρόνου τὴν ῥοή –
κι’ ὅμως τόνε θωρῶ συχνά, πορφυρανταριασμένος,
στὰ βύθη ὀνείρου θολεροῦ πῶς ἀχτιδοβολεῖ.


Κεῖ στέκουν πύργοι ἀλλόκοτοι, ποτάμι’ ἀνοίκεια ὁδεύουν,
λαβύρινθ’ εἶν’ μὲ θαύματα, θόλοι ἀχαμνοὶ φωτός,
καὶ κλωναρόπλεχτοι οὐρανοὶ φωτιᾶς, ὅμοια ὡς σαλεύουν
νοσταλγικὰ στὸ σύθαμπο μιᾶς χειμερίας νυκτός.


Τρανοὶ χερσότοποι ὁδηγοῦν σ’ ἔρμες ἀκτὲς βρυώδεις,
ποὺ ἁδρὰ πουλιὰ γυροπετοῦν· λόφο ἀνεμοδαρτὸ
ἕνα χωριὸ κατέχει τον, ἀρχαῖο, λευκοπυργῶδες,
μὲ κωδωνοκρουσίες σπερνὲς ποὺ ἀκόμη ὡς ν’ ἀγροικῶ.


Μήτε γνωρίζω ποιὰ εἶν’ ἡ γῆ - σκιάζομαι νὰ ῥωτήσω
πότε ἢ γιατί κεῖ πάτησα, ἢ πότε θὰ πατήσω.

Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

The Port

 












Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ


Δέκα μίλια ’πὸ τὸ Ἄρκαμ ἔσμειξα τὸ μονοπάτι
ποὺ τῆς Παραλίας Μπόϋντον στεφανώνει τ’ ἀκρογκρέμι,
κι’ ἤλπιζα σιμὰ στὸ δείλι νά ’χω πλέον πατημένη
τὴν κορφὴν ὅπου τὸ Ἴννσμουθ, στὴν κοιλάδα, βλέπει μάτι.

Κάποιο ἱστίο ἐχανόταν πέρα στοῦ πελάου τὰ μέρη,
ἄσπρον ὅσο ἀρχαίων ἀνέμων σκληροὶ χρόνοι θὰ ξασπρίζαν,
μὰ κακό, οἰωνὸ νὰ φέρῃ ὅπου λέξεις δὲν ὡρίζαν,
τὸ λοιπὸν μήτε φωνάζω, μήτε ὕψωσα τὸ χέρι.

Σάλπαρεν ἀπὸ τὸ Ἴννσμουθ! Παληὰ φήμην ἀντηχῶντας
ἐποχῶν νεκρῶν, σβησμένων. Ὅμως νά μ’ ἀμείωτη βιάση
μὲ ζυγών’ ἡ νύχτα, κι’ ἔχω στὸ σημεῖο ἐκεῖνο φτάσει
ποὺ συχνά, τὴν πέρα πόλι, στέκομαι παρατηρῶντας.

Κεῖ καμπαναριὰ καὶ στέγες – μὰ γιὰ ἰδές! Πῶς ἡ σκοτείνια
σ’ ἀφανῆ στενὰ βουλιάζει, ζοφερὰ ὡσὰν τὸ μνῆμα.



Φωτογραφία: Ἡ οἰκογένεια Λάβκραφτ μὲ τὸν μικρὸ Χάουαρντ

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

The Lamp

 












Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ


Σὲ γκρεμοὺς κουφαλιασμένους βρέθη ὁ λύχνος πού ’χαν σῆμα

λαξευτό, κι’ ἱερεὺς Θηβαῖος δὲν θὰ μπόρειε νὰ ὁρμηνέψῃ,
κι’ ἱερογλυφικὰ στὰ σπήληα ν’ ἀποπνέουν τρόμου κῦμα
κι’ ἀποτρέπαν κάθε πλάσμα ποὺ ἡ γῆς ἔχει ἀναθρέψει.

Κάτι ἄλλο δὲν εὑρέθη – πλὴν τοῦ μπρούντζινου δοχείου

μὲ παράξενου ἐλαίου ἴχνη ἐντός του ν’ ἀπομένουν·
σκαλιστὸ μ’ ἕλικα γύρω κάποιου ἀσαφοῦς σχεδίου,
καὶ μυστήριαν ἁμαρτία σύμβολα ν’ ἀχνοϋφαίνουν.

Οἱ σαράντα αἰώνων φόβοι δὲν ἐκόψαν τὴν ὁρμή μας,

μὲ τὴν πενιχρή μας λεία καθὼς φεύγαμεν ὁμάδι,
κι’ ὡς ξετάσαμε τὸν λύχνο μὲς στὴν σκοτεινὴ σκηνή μας
ῥίξαμε σπίρτο ἀναμμένο, δοκιμή, στ’ ἀρχαῖο λάδι.

Ἀνεφλέγη – Θεέ μου! … Ὅμως γιγαντομορφὲς ποὺ ὡρίσαν

στὸ τρελό του φῶς, μὲ τρόμο τὶς ζωές μας καψαλίσαν.

The Messenger

 












Ποίημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ

Τὸ πλάσμα, εἶπε, θὰ φανῇ στὶς τρεῖς τὴ νύχτα ἐκείνη
μέσ’ ἀπὸ τῆς λοφοπλαγιᾶς τ’ ἀρχαῖο κοιμητήρι·
μὰ ὡς κούρνιαζα στῶν δρυόξυλων τ’ ἀκμαῖο λαμποπύρι,
τὸν ἑαυτό μου ὡρμήνευα δὲν δύνεται νὰ γίνῃ.

Σαφῶς, ἐστοχαζόμουν το, ἀστεϊσμὸ σκαρώνει
κάποιος ποὺ εἶν’ ἀδύνατον στ’ ἀλήθεια νὰ κατέχῃ
τὸ παλαιὸ τὸ σύμβολον, ἐκ τοῦ καιροῦ τὰ βένθη,
ποὺ τὶς ψηλαφιστὲς μορφὲς τοῦ σκότους λευτερώνει.


Δὲν τὸ ἐννοοῦσε σοβαρά -δέν- μ’ ἄναψα ἕν’ ἀκόμη
λυχνάρι ὡς ἀνηφόριζεν ὁ ἀστροφόρος Λέων
ἀπὸ τὸν Σήνκοκ ποταμό, κι’ ἔκρουε καμπάνα πλέον
ἡ ὥρα τρεῖς – καὶ ἡ φωτιὰ σιγόσβηνε, ἀποσώνει.


Τότε κάτι στὴν πόρτα μου κροτάλισε μὲ προσοχή –
κι’ ὡς φλόγ’ ἀκέρηο μ’ ἔφαγεν ἡ ἀλήθεια ἡ φρικιαστική!

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Γυμνὸς

Γυμνὸς

σνη΄

Ἄφησέ με νὰ κινήσω ἀθῷο παιχνίδι
ὅπως ἡ γάτα ξετυλίγει ἄσπρο κουβάρι.

Νὰ στρώσω μυστικὴν ἀχνὴ ὁδὸ στὸ ἡμίφως

κεῖ ὅπου τώρα μήτε κεῖται, μήτε ὑπάρχει,

κεῖ ὅπου ἡ δύναμις τοῦ «Ἴσως» γαληνάρει,

ἡ ἄνασσα δύναμις, ἡ ἀγέρωχη στοῦ πλήθους

τὲς ἠθικὲς κι’ ὡστόσο ἀνήθικες ὁρμήνειες.

Κεῖ ποὺ ἡ βαρειάλυσις τῶν πρέπει εἶναι λυμένη,

δὲν ἀργοσέρνει, κάθε κρίκος δὲν λογιάζει

χρεωστημιὲς καὶ τὰ «Σοῦ δίνω καὶ μοῦ δίνεις».


Ἄφησέ με νὰ κινήσω ἁβρὸ παιχνίδι
τῆς κρύφιας ἡδονῆς, τῆς πεθυμιᾶς πλανεύτρας

καθὼς ῥιγοῦν ὑπὸ τὸ ὄμμα τοῦ θανάτου.

Μόνος αὐτὸς σκίζει τὲς ψεύτικες πορφύρες

τοῦ ἀνθρωπονόμου, ὡσὰν Φρύνη νὰ φεγγίσῃ

ἡ ἀρετὴ γυμνὴ στῶν δικαστῶν τὸ πλῆθος.

Βροντᾷ τῆς πήλινης σαρκὸς ὁ θεῖος ἦχος,

σὰν ἡδονὴ καὶ πεθυμιά, λύρα, τὴν παίζουν,

ἀπὸ τὴν γῆ ὥσμε τὸ βένθος τὸ ἡλιοφόρο.

Κεῖ ὅπου τὸν ἔρω ἡ ψυχὴ θὲ ν’ ἀτενίσῃ.